You are currently browsing the monthly archive for Ιανουαρίου 2010.

Ο Ευρυβιάδης Ο. Αντωνιάδης γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1857. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων πήγε στην Αλεξάνδρεια όπου για τριάντα χρόνια εργάστηκε, αποκτώντας μεγάλη περιουσία. Εκεί γνώρισε και νυμφεύθηκε, το 1894, την Ελένη Νικηταΐδου, η οποία καταγόταν από τη Σύμη, και απέκτησε ένα γιο. Το 1902 κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στη γενέθλια πόλη πληροφορήθηκε ότι γινόταν προσπάθεια να συγκεντρωθεί ποσό για την ανέγερση παρθεναγωγείου στη Λάρνακα και τον επόμενο χρόνο προσέφερε ποσό 600 λιρών γι’ αυτό το σκοπό. Για τη δωρεά του τιμήθηκε από την Ελληνική Κυβέρνηση με τον “Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος”. Την ίδια περίοδο ο Ευρυβιάδης Ο. Αντωνιάδης αγόρασε στη Λάρνακα την οικία Γεωργίου Δ. Μώζερα, στην παραλία, όπου αργότερα λειτούργησε από τους εγγονούς του το Ξενοδοχείο «Τέσσερα Φανάρια». Πέθανε το 1909 κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στην Ευρώπη.

Από το 1906 το “Ευρυβιάδειο Παρθεναγωγείο”, όπως έμεινε γνωστό στην πόλη, λειτούργησε προσφέροντας μεγάλες υπηρεσίες στην εκπάιδευση, έως το 1969, όταν, ύστερα από ατυχή απόφαση της Σχολικής Εφορείας, το ωραίο αυτό κτήριο που κοσμούσε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της πόλης, κατεδαφίστηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε ένα απρόσωπο σύγχρονο κτίσμα (σήμερα “Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο Λάρνακας”). [Για το Ευρυβιάδειο Παρθεναγωγείο, βλ. και ανάρτηση αρ. 139].

Έλεγχος μαθήτριας από τα Άδανα, πρόσφυγα της Μικρασιατικής καταστροφής

[Από αγγλική έκδοση μεταφέρεται εδώ επιλογή στοιχείων για βιομηχανίες που λειτουργούσαν στη Λάρνακα το 1936. (Πρόκειται για αναφορά ομάδας που επισκέφθηκε την πόλη για να μελετήσει θέματα υγείας των κατοίκων, στα πλαίσια έρευνας για τη φυματίωση στην Κύπρο ―γι’ αυτό και οι συχνές σχετικές αναφορές].

Ελαιουργία : Σύγχρονο και πρώτης τάξης εργοστάσιο στην ακτή σε μικρή απόσταση ανατολικά της πόλης, με περίπου 40 εργαζόμενους, ηλικίας 15-30 χρόνων.

Εργοστάσιο Τέρρα ούμπρα : Καλές συνθήκες εργασίας. Παράγουν χρώματα από φαιόχωμα. Απασχολούνται 22 άτομα, ηλικίας 15-30 χρόνων.

Εργοστάσιο τσιγάρων : Αποτελείται από ένα παλαιό κτήριο στο κέντρο της πόλης. Διαθέτει άνετο χώρο και οι εργαζόμενοι φαίνονται υγιείς. Οι ώρες εργασίας είναι λογικές και η μισθοδοσία αγγίζει τον μέσο όρο των κυπριακών αποδοχών. Το καλοκαίρι οι μεσημβρινές ώρες εργασίας μειώνονται. Εργάζονται σ’ αυτό 40 άνδρες και 40 γυναίκες, 16-50 χρόνων. Μέσος όρος ηλικίας είναι τα 20 χρόνια.

Εργοστάσιο υποδημάτων : Βρίσκεται σε παλαιό κτήριο στο κέντρο της πόλης. Οι συνθήκες εργασίας είναι αρκετά καλές και οι εργαζόμενοι φαίνονται υγιείς. Είναι κυρίως νέοι άνδρες μεταξύ 15-30 χρόνων. Σύνολο εργαζομένων, 35.

«Παραδοσιακά κυπριακά εργαστήρια εκτεθειμένα στο δρόμο»

“Μετά την επίσκεψή μου στο εργοστάσιο κοίταξα και άλλους τόπους εργασίας στην περιοχή. Όλα τα καταστήματα είναι ανοικτά από την πλευρά του δρόμου, όπως συνηθίζεται σε αγορές και σε όλα τα άλλα σημεία της πόλης, εκτός εκείνων που έχουν εκσυγχρονιστεί. Ο ευρωπαικός τρόπος προστασίας με κλειστές προσόψεις συνηθίζεται λιγότερο στη Λάρνακα παρά στη Λευκωσία. Από πλευράς υγείας, ειδικά φυματίωσης, τούτο επιδρά πολύ αρνητικά”.

Εργοστάσιο τεχνητών δοντιών : Σύγχρονο εργοστάσιο με άριστο εξοπλισμό και τέλεια οργάνωση, σε μικρή απόσταση δυτικά της πόλης. Οι συνθήκες εργασίας είναι οι καλύτερες δυνατές. Οι άνδρες εργαζόμενοι είναι περίπου 25 χρόνων και οι γυναίκες περίπου 20 χρόνων.

«Πόλη Λάρνακας. Κατασκευαστής λουκανίκων : ένα σπίτι που εξετάσαμε»

«Πόλη Λάρνακας. Θετική αντίδραση εξέτασης για φυματίωση»

Δείγμα της μεγάλης οικονομικής σημασίας που παρουσίαζε η Λάρνακα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήταν η λειτουργία στην πόλη  “υπεραγορών” ή “πολυκαταστημάτων” ―στα μέτρα, βέβαια, της εποχής. [Μία τέτοια “υπεραγορά”, το “Victoria Bar” του Σπύρου Χρ. Συμεωνίδη, είχε παρουσιαστεί σε προηγούμενη ανάρτηση αυτού του ιστολογίου (βλ. αρ. 78)]. Την ίδια εποχή διαφημίζονταν και τα «Καταστήματα Cent Mille Articles” (“Εκατόν χιλιάδες είδη”) του Joseph Bourgi, τα οποία βρίσκονταν στο δρόμο της παραλίας, κάτω από την οικία Γεωργίου Δ. Μώζερα.

Διαφημιστικό δελτάριο το οποίο ανήκει στη συλλογή Πολιτιστικού Κέντρου Λαϊκής και δημοσιεύθηκε στην έκδοσή του, Η Ιστορία της Κυπριακής Διαφήμισης (2004).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο επιχειρηματίας Ιωσήφ Πούρτση δημιούργησε το δελτάριο επικολλώντας επιγραφή του καταστήματός του σε προϋπάρχουσα φωτογραφία του κτηρίου και φωτογραφίζοντάς την ξανά. (Στο κέντρο της φωτογραφίας δυνατόν να περιλαμβάνεται και ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Όσο για τις ψάθινες καρέκλες στην πρόσοψη, μάλλον πρόκειται για εμπόρευμα που προσφέρεται προς πώληση, παρ’ ότι κατά τη στιγμή της φωτογράφισης γίνεται χρήση του και από κάποιους βρακάδες!)

Ο Γ.Δ. Μώζερας ήταν πολύ γνωστός πλούσιος πολίτης της Λάρνακας, του οποίου η περιουσία κατασπαταλήθηκε αργότερα από τον γιο του. Στους παλαιότερους Σκαλιώτες διασωζόταν η φράση “’εν γιος του Μώζερα”, δηλωτική περιπτώσεων υπεροπτικής συμπεριφοράς κάποιου. Η οικία Μώζερα αποκτήθηκε λίγο αργότερα από τον Ευρυβιάδη Αντωνιάδη και απετέλεσε τον πυρήνα του κατοπινού ξενοδοχείου “Τέσσερα Φανάρια”

Τόσο τα καταστήματα Πούρτση, που πωλούσαν είδη για το σπίτι και για προσωπική χρήση, όσο και το “Victoria Bar” του Σπύρου Χρ. Συμεωνίδη, που διέθετε κυρίως τρόφιμα και ποτά, διαφημίζονταν στις τοπικές εφημερίδες, μερικές φορές πλάι πλάι, όπως σε αυτή του 1907.

Οι παραλιακή λωρίδα των Φοινικούδων ήταν πάντοτε το «σήμα κατατεθέν» ―όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι― της πόλης. Η κοινωνική ζωή της Λάρνακας συγκεντρωνόταν εδώ, από το κέντρο «Sun Hall», στο ανατολικό άκρο, προς τα ξενοδοχεία ―»Grand Hotel» («Μέγα Ξενοδοχείον»), «Beau Rivage» («Ωραία Ακτή»), αργότερα και τα «Τέσσερα Φανάρια» («Four Lanterns») και έφθανε έως το «Ναυτικόν Κέντρον» του Ηλία  Πιτσιλλίδη. Το δυτικό τμήμα του παραλιακού δρόμου κατέληγε στο Κάστρο, μετά το οποίο απλωνόταν η τούρκικη συνοικία της Σκάλας. Το τμήμα αυτό του παραλιακού δρόμου ήταν εμφανώς υποβαθμισμένο, όπως αποδεικνύεται και από τις δύο φωτογραφίες του Μηνά Τιλμπιάν, των πρώτων χρόνων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το Κάστρο μόλις διακρίνεται στο βάθος αριστερά

Πλησιέστερα προς το Κάστρο, όπου η τούρκικη παρουσία γίνεται περισσότερο εμφανής

[Το καλοκαίρι του 1890 ο δικηγόρος Νικόλαος Α. Ρώσσος (1839-1920), δήμαρχος Λάρνακας (1884-1908) άρχισε εργασίες ανακαίνισης του σπιτιού του στη Σκάλα, την ιδιοκτησία του οποίου μοιραζόταν με τον αδελφό του. Κατά τις εργασίες έγιναν και άλλες επεμβάσεις στην περιοχή. Τούτο έδωσε την ευκαιρία στον δημοσιογράφο Χριστόδουλο Κουππά (1845-1918), εκδότη της εφημερίδας Ένωσις (1885-1918), να δημοσιέψει στο σατιρικό παράρτημα Χωρκάτης, της εφημερίδας του, σχετική σατιρική στιχομυθία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρότασή του, ότι καλύτερα θα ήταν να ευθυγραμμιζόταν ο δρόμος από την οικία Αλίμονάκη έως την τούρκικη Αγορά ώστε να υπάρχει ανεμπόδιστη θέα από τα γραφεία της Anglo-Egyptiian έως την Αγορά· μία πρόταση την οποία οποία, περιαυτολογώντας ο Κουππάς, χαρακτηρίζει ότι δεν έγινε ούτε από τους καλύτερους μηχανικούς. (Στη φωτογραφία: Ν. Α. Ρώσσος. Για τον Χριστόδουλο Κουππά, βλ. και ανάρτηση αρ. 126].

Αντζουλής:

Είντα ’ν που σάζουσιν, ολάν,

πάλε μέσα στην Σκάλαν,

είντα ’κοψεν η τζεφαλή

τι σκέδια εβκάλαν;

Ξέρεις πως αρκινήσασιν

να σάζουσιν την πόλιν,

τζι εν να την τζινουρκώσουσιν

όπως θέλουσιν όλοι;

Χωρκάτης:

Στραβάραν μες στα μμάδκια σου

εν να την τζινουρκώσουν,

ούτε τους δρόμους εν να δεις

ποτέ σου να τους στρώσουν.

Ο Δήμαρχός μας, μάνα μου,

ούλην την προσοχήν του

έβαλεν για το σπίτιν του

που δκια τζαι την ζωήν του.

Ούλους τους δρόμους έκοψεν

τριγύρω του σπιδκιού του,

ούλον δικόν του ’εν ενί

μισόν του α[δ]ερφού του.

Σεβτάς του έπεσεν πολύς

για να κάμει παλάτι,

έτσι του εκατέβηκεν

τζαι το ’ριψεν στ’ αμμάτι.

Που αν κατα[γ]υρέψουσιν,

ετζείνο ’κόμα θέλει,

κανέναν όμως ’εν κόφτει

ούτε κανέναν μέλλει.

Ά[δ]ε ωραία έρκεται

να πιάσουσιν λιβέριν,

φκιάρκα τζαι τσάππες, μάρτελλους,

πολλοί χτίστες στο σιέριν,

τζαι ν’ αρκινήσουν χάλασμαν

’που του Αλιμονάκη,

τζαι ράμμαν να τραβήσουσιν

μέσα στο παζαράκι.

Τότε να δείτε ομορκιάν

πον’ να ’σει το παζάρι,

να στέκουν ούλοι να θωρούν

τζαι να κάμνουν καμάριν.

Που την Αγγλο-Εζύψιαν

να στέκεται κανένας

τζαι ώς το Τουρκοπάζαρον

να βλέπει έναν-έναν.

Ιδού σχέδιον, φίλε μου

Δήμαρχε, που την Σκάλαν,

που ιντζενιέρηδες καλοί

ποτέ τους ’εν εβκάλαν.

Όι θέλεις το σπίτι σου

που βρίσκεται στην μέσην

να το κάμεις ανάχτορον

ούλοι γι’ αυτό να λέσιν.

Άφησ’ το σπίτι νακκουρίν

τζαι ρέξε που τους δρόμους,

να δεις βουνάρκα χώματα

να νώσεις τζαι τους βρόμους.

Δύο μακρινές φωτογραφίες της μεγάλης αποβάθρας της Λάρνακας, τη μέρα των Θεοφανίων πριν από περίπου εξήντα χρόνια. Με το φακό του Μηνά Τιλμπιάν.

Ιανουαρίου 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
25262728293031