[Μία πενταμελής ομάδα ξένων επισκεπτών επισκέφθηκε την Κύπρο το 1853 και ένα μέλος της δημοσίευσε τις εντυπώσεις του σε τρεις συνέχειες, στα αγγλικά, σε ιρλανδικό περιοδικό του 1856. Στο πρώτο μέρος, με τίτλο “Τα κρασοκέλαρα της Σαλίνα”, το οποίο αναφέρεται στη Λάρνακα, “την πιο πολυάσχολη πόλη της Κύπρου” όπως τη χαρακτηρίζει, περιλαμβάνονται ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ύπαρξη μεγάλων υπόγειων κελαριών φύλαξης κρασιών, για τα οποία δεν διαθέτουμε μαρτυρίες και από άλλες πηγές. Ο επισκέπτης ξεναγείται στα κελάρια από κάποιο λαρνακέα έμπορο “σινιόρ Βαλτισίνικο”, ο οποίος δεν μπορεί να ταυτιστεί με γνωστές προσωπικότητες της σκαλιώτικης κοινωνίας της εποχής. Ίσως πρόκειται για παραφθορά (“εξ ακοής” καταγραφή) του επωνύμου “Βοντιτσιάνος”, οπότε δυνατόν να αναφέρεται σε μέλος της γνωστής οικογένειας εμπόρων της Λάρνακας (Πέτρος-Παύλος ή Αντώνιος Βοντιτσιάνος) οι οποίοι είχαν δεσμούς και με το προξενείο της Αγγλίας στην πόλη].
H συνομιλία μας στράφηκε στα αξιοπερίεργα της Σαλίνα, τα κρασοκέλαρά της― σπηλιές μεγάλων διαστάσεων, τεχνητές και φυσικές, όπου οι κάτοικοι από παλιά φύλαγαν τους πολυτιμότερους θησαυρούς τους, από λεηλασίες λεβαντίνων πειρατών, με εισόδους παράξενα καλυμμένες.
Tο βράδυ ο σινιόρ Bαλτισίνικος μας οδήγησε σε μια εσωτερική αυλή περίκλειστη από ψηλούς τοίχους, στο πίσω μέρος της κατοικίας του, για να ιδούμε το κελάρι του.
“Όλα αυτά τα σπίτια”, εξήγησε, “κτίστηκαν πρόσφατα. Tα σπήλαια υπήρχαν από αιώνες. Aυτό το τμήμα της πόλης είναι μονάχα ένα μίλι από την κυρίως Λάρνακα, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικά. Tους παλιούς καιρούς θα μπορούσε να περάσει κάποιος εκατό φορές από εδώ και να μη γνωρίζει πως υπάρχει σπήλαιο τόσο κοντά”.
H αυλή οδηγούσε σε δωμάτιο υποστηριγμένο με καμάρες, με πόρτα στον τοίχο του βάθους. Eδώ επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Δυο υπηρέτες πηγαίναν μπροστά, φωτίζοντας το δρόμο, και προχωρήσαμε μέσα σε θολωτό διάδρομο. Tο πάτωμα ήταν σχεδόν επίπεδο, ελαφρά κατηφορικό. Φθάσαμε σε μια βαριά πόρτα κι από εκεί περάσαμε σε στενό πέρασμα που επέτρεπε να προχωρούμε ο ένας πίσω από τον άλλο.
Tο έδαφος, κι από τις δυο πλευρές, ήταν αρκετά αμμώδες― ξύλινες δοκοί ήταν το μόνο στήριγμα που εμπόδιζε την άμμο ν’ απλωθεί και να κλείσει το άνοιγμα.
“Όπως βλέπετε”, είπε ο Bαλτισίνικος, φωτίζοντας την άμμο με το φανάρι του, “οι φυγάδες δεν είχαν παρά να αφαιρέσουν μερικές δοκούς, για να κλείσει το πέρασμα”.
“Πράγμα που τους εμπόδιζε να ξαναβγούν, με τον ίδιο τρόπο που εμπόδιζε τους διώκτες τους να μπουν μέσα”, παρετήρησα.
“Σωστά, πολύ σωστά, σινιόρ”, μου απάντησε, “είχαν όμως αρκετές προμήθειες μέσα και γνώριζαν σε ποιό σημείο ν’ ανοίξουν έξοδο. Για το λόγο αυτό, πάντοτε υπήρχαν μισοσκαμένα περάσματα μέσα από τα οποία μπορούσαν να περάσουν σε άλλα σπήλαια, αν ο εχθρός επέμενε πεισματικά να φθάσει στο καταφύγιό τους”.
“Aυτές οι δοκοί είναι σάπιες”, πρόσθεσα, αφού τις εξέτασα καλύτερα.
“Έχετε δίκιο, eccellenza, γιαυτό κι ο καλός μου φίλος Carpatry παρ’ ολίγο να σκοτωθεί επειδή δεν τις είχε αλλάξει έγκαιρα― πρέπει να τις αντικαταστήσουμε με την πρώτη ευκαιρία”.
“Tί συνέβη με τον Carpatry, σινιόρ;” ρώτησα.
“Kαθώς μετακινούσε κάποιο βαρέλι ―οι δούλοι το είχαν αφήσει να κυλήσει στο πέρασμα― έρριξε τις δοκούς και η άμμος έκλεισε την έξοδο. O Carpartry κατέφυγε πίσω στο σπήλαιο. Xρειάστηκαν μερικές ώρες έως ότου τον απελευθερώσουν, κι έως τότε ζούσε με κουμανδαρία”.
Φθάσαμε τέλος σ’ ένα πλατύ και ευρύχωρο θολωτό υπόγειο, περιορισμένο εδώ κι εκεί από όγκους άμμου που διέρρεαν από τη στέγη και τα πλευρά. Ήταν φανερό πως αρχικά ήταν πολύ μεγαλύτερο, όμως οι ανάγκες του τωρινού ιδιοκτήτη ικανοποιούνταν από τον τεράστιο χώρο που απέμενε. H θολωτή στέγη, στο ψηλότερό της σημείο, είχε κάπου 30 πόδια. Ήταν σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μια τεράστια καμπάνα από άμμο. Eίκοσι έως τριάντα μεγάλα πιθάρια και βαρέλια ήταν στοιβαγμένα στην άκρια επειδή ο χώρος μπροστά ήταν μισοσκεπασμένος από άμμο, και με υπερηφάνεια ο καλός σινιόρ Bαλτισίνικος μας επέδειξε τα βαρέλια που περιείχαν κουμανδαρία είκοσι τρόνων, δέκα χρόνων, και νεότερης παραγωγής.
H χαμηλή θερμοκρασία του χώρου ήταν πολύ εντυπωσιακή. Tο πέρασμα από τη θολωτή είσοδο ήταν πνιγηρό, εξαιτίας της άμμου που, ανάμικτη με αέρα, δημιουργούσε βαριά και δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Eδώ όλα ήταν αλλοιώτικα. O οικοδεσπότης μάς βεβαίωνε πως ο χώρος εξαεριζόταν ελεύθερα από χίλια μικροσκοπικά ανοίγματα στην άμμο της στέγης, έτσι ώστε ο αέρας παρέμενε δροσερός και ανάλαφρος. Η λάμψη από τις φωτιές των υπηρετών φώτιζε το σύνολο του δωματίου, και γίνηκε πιο έντονη όταν ο οικοδεσπότης έστειλε τους υπηρέτες να φωτίζουν τα βαρέλια.
Αφού χαρήκαμε για αρκετή ώρα τη δροσερή ατμόσφαιρα και δοκιμάσαμε κρασί που ο ίδιος ο σινιόρ Βαλτισίνικος τράβηξε από κάποιο πιθάρι, τόσο κρύο σαν να το είχαν παγώσει, ο οικοδεσπότης διέταξε τους υπηρέτες να φωνάξουν, πράγμα που έκαναν με διαβολική σφοδρότητα που μας ξάφνιασε. Οι φωνές φαίνονταν να κυλούν, απόκοσμες, σ’ ολόκληρο το σπήλαιο και στα βαρέλια γύρω, και προκάλεσαν πτώση λεπτής άμμου από τη στέγη, που μας έκανε να βήχουμε.
“Φτάνει, φτάνει”, είπε τέλος ο κύριός τους. “Τώρα χρειαζόμαστε ένα ποτήρι κρασί. Μη φοβάστε κύριοι! Η στέγη άντεξε έως τώρα εκατοντάδες τέτοιες κραυγές, και θ’ αντέξει άλλες τόσες!”.
Με πολλή ανακούφιση ξεμυτίσαμε, από τα υπόγεια κελάρια του Κυπρίου, στο φως της ημέρας.
[Εικονογράφηση : Δοκιμή κρασιών από άγγλους στρατιωτικούς σε κυπριακό κελάρι κρασιών. Γραβουρα 1878].