You are currently browsing the category archive for the ‘Μαρτυρίες’ category.

Το εγκαταλειμμένο, εδώ και δύο χρόνια, συγκρότημα κτηρίων της «Διανελλείου Τεχνικής Σχολής Λάρνακος», μιας σχολής που ―για περισσότερο από μισό αιώνα― πρόσφερε πολλά στην κυπριακή εκπαίδευση, αποτελεί υποδειγματική έκφραση δημόσιας αναλγησίας για κάθε «ιερό και όσιο». Όλη η αθλιότητα σε έξι εικόνες :

1. Πρόσοψη του κτηρίου, με την προτομή του ευεργέτη της Σχολής, Δημητρίου Διανέλλου και «αναπεπταμένες» τρεις σημαίες.

2. Μέσα στη σπουδή μεταστέγασης της Σχολής οι τρεις σημαίες εγκαταλείφθηκαν, μαζί με όλα τα άλλα άχρηστα (ή περιστασιακής χρήσης) αντικείμενα : η σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης διατηρεί ακόμη κάποια από τη φρεσκάδα της (αφού, συγκριτικά, είμαστε στην Ε.Ε. πολύ λιγότερα χρόνια)· η σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας, εμφανώς ταλαιπωρημένη και ακάθαρτη, δείχνει κυριολεκτικά «συντετριμμένη» (ίσως κάτω από το βάρος κρατικών περιπετειών εξήντα χρόνων)· τέλος η Ελληνική σημαία, ξεσκισμένη και κατηφής, όπως ―ίσως― και στις ψυχές μας.

3. Ο Δημήτριος Διανέλλος, καθώς στοχάζεται τη μοίρα του δωρητή σε έναν αχάριστο κόσμο. (Ίσως και την τύχη που επιφυλάσσεται στην προτομή του όταν κάποια στιγμή θα φθάσει στον χώρο η πρώτη αποφασιστική μπουλτόζα).

4. Μαγική εικόνα (όχι της Αλυκής) : τμήμα της πίσω αυλής της Σχολής, αποικία γλάρων σήμερα, ύστερα από τις πρόσφατες βροχές.

5. Μια ακόμη ειδυλλιακή εικόνα της πίσω πλευράς. Προσοχή : Το κτήριο βρίσκεται στο επάνω μισό της φωτογραφίας. Το υπόλοιπο αποτελεί αντανάκλασή του στα λιμνάζοντα νερά.

6. Προσπάθεια απεικόνισης τμήματος της αυλής ως αφηρημένο σχέδιο.

[Μία πενταμελής ομάδα ξένων επισκεπτών επισκέφθηκε την Κύπρο το 1853 και ένα μέλος της δημοσίευσε τις εντυπώσεις του σε τρεις συνέχειες, στα αγγλικά, σε ιρλανδικό περιοδικό του 1856. Στο πρώτο μέρος, με τίτλο “Τα κρασοκέλαρα της Σαλίνα”, το οποίο αναφέρεται στη Λάρνακα, “την πιο πολυάσχολη πόλη της Κύπρου” όπως τη χαρακτηρίζει, περιλαμβάνονται ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ύπαρξη μεγάλων υπόγειων κελαριών φύλαξης κρασιών, για τα οποία δεν διαθέτουμε μαρτυρίες και από άλλες πηγές. Ο επισκέπτης ξεναγείται στα κελάρια από κάποιο λαρνακέα έμπορο “σινιόρ Βαλτισίνικο”, ο οποίος δεν μπορεί να ταυτιστεί με γνωστές προσωπικότητες της σκαλιώτικης κοινωνίας της εποχής. Ίσως πρόκειται για παραφθορά (“εξ ακοής” καταγραφή) του επωνύμου “Βοντιτσιάνος”, οπότε δυνατόν να αναφέρεται σε μέλος της γνωστής οικογένειας εμπόρων της Λάρνακας (Πέτρος-Παύλος ή Αντώνιος Βοντιτσιάνος) οι οποίοι είχαν δεσμούς και με το προξενείο της Αγγλίας στην πόλη].

H συνομιλία μας στράφηκε στα αξιοπερίεργα της Σαλίνα, τα κρασοκέλαρά της― σπηλιές μεγάλων διαστάσεων, τεχνητές και φυσικές, όπου οι κάτοικοι από παλιά φύλαγαν τους πολυτιμότερους θησαυρούς τους, από λεηλασίες λεβαντίνων πειρατών, με εισόδους παράξενα καλυμμένες.

Tο βράδυ ο σινιόρ Bαλτισίνικος μας οδήγησε σε μια εσωτερική αυλή περίκλειστη από ψηλούς τοίχους, στο πίσω μέρος της κατοικίας του, για να ιδούμε το κελάρι του.

“Όλα αυτά τα σπίτια”, εξήγησε, “κτίστηκαν πρόσφατα. Tα σπήλαια υπήρχαν από αιώνες. Aυτό το τμήμα της πόλης είναι μονάχα ένα μίλι από την κυρίως Λάρνακα, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικά. Tους παλιούς καιρούς θα μπορούσε να περάσει κάποιος εκατό φορές από εδώ και να μη γνωρίζει πως υπάρχει σπήλαιο τόσο κοντά”.

H αυλή οδηγούσε σε δωμάτιο υποστηριγμένο με καμάρες, με πόρτα στον τοίχο του βάθους. Eδώ επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Δυο υπηρέτες πηγαίναν μπροστά, φωτίζοντας το δρόμο, και προχωρήσαμε μέσα σε θολωτό διάδρομο. Tο πάτωμα ήταν σχεδόν επίπεδο, ελαφρά κατηφορικό. Φθάσαμε σε μια βαριά πόρτα κι από εκεί περάσαμε σε στενό πέρασμα που επέτρεπε να προχωρούμε ο ένας πίσω από τον άλλο.

Tο έδαφος, κι από τις δυο πλευρές, ήταν αρκετά αμμώδες― ξύλινες δοκοί ήταν το μόνο στήριγμα που εμπόδιζε την άμμο ν’ απλωθεί και να κλείσει το άνοιγμα.

“Όπως βλέπετε”, είπε ο Bαλτισίνικος, φωτίζοντας την άμμο με το φανάρι του, “οι φυγάδες δεν είχαν παρά να αφαιρέσουν μερικές δοκούς, για να κλείσει το πέρασμα”.

“Πράγμα που τους εμπόδιζε να ξαναβγούν, με τον ίδιο τρόπο που εμπόδιζε τους διώκτες τους να μπουν μέσα”, παρετήρησα.

“Σωστά, πολύ σωστά, σινιόρ”, μου απάντησε, “είχαν όμως αρκετές προμήθειες μέσα και γνώριζαν σε ποιό σημείο ν’ ανοίξουν έξοδο. Για το λόγο αυτό, πάντοτε υπήρχαν μισοσκαμένα περάσματα μέσα από τα οποία μπορούσαν να περάσουν σε άλλα σπήλαια, αν ο εχθρός επέμενε πεισματικά να φθάσει στο καταφύγιό τους”.

“Aυτές οι δοκοί είναι σάπιες”, πρόσθεσα, αφού τις εξέτασα καλύτερα.

“Έχετε δίκιο, eccellenza, γιαυτό κι ο καλός μου φίλος Carpatry παρ’ ολίγο να σκοτωθεί επειδή δεν τις είχε αλλάξει έγκαιρα― πρέπει να τις αντικαταστήσουμε με την πρώτη ευκαιρία”.

“Tί συνέβη με τον Carpatry, σινιόρ;” ρώτησα.

“Kαθώς μετακινούσε κάποιο βαρέλι ―οι δούλοι το είχαν αφήσει να κυλήσει στο πέρασμα― έρριξε τις δοκούς και η άμμος έκλεισε την έξοδο. O Carpartry κατέφυγε πίσω στο σπήλαιο. Xρειάστηκαν μερικές ώρες έως ότου τον απελευθερώσουν, κι έως τότε ζούσε με κουμανδαρία”.

Φθάσαμε τέλος σ’ ένα πλατύ και ευρύχωρο θολωτό υπόγειο, περιορισμένο εδώ κι εκεί από όγκους άμμου που διέρρεαν από τη στέγη και τα πλευρά. Ήταν φανερό πως αρχικά ήταν πολύ μεγαλύτερο, όμως οι ανάγκες του τωρινού ιδιοκτήτη ικανοποιούνταν από τον τεράστιο χώρο που απέμενε. H θολωτή στέγη, στο ψηλότερό της σημείο, είχε κάπου 30 πόδια. Ήταν σαν να βρισκόμαστε μέσα σε μια τεράστια καμπάνα από άμμο. Eίκοσι έως τριάντα μεγάλα πιθάρια και βαρέλια ήταν στοιβαγμένα στην άκρια επειδή ο χώρος μπροστά ήταν μισοσκεπασμένος από άμμο, και με υπερηφάνεια ο καλός σινιόρ Bαλτισίνικος μας επέδειξε τα βαρέλια που περιείχαν κουμανδαρία είκοσι τρόνων, δέκα χρόνων, και νεότερης παραγωγής.

H χαμηλή θερμοκρασία του χώρου ήταν πολύ εντυπωσιακή. Tο πέρασμα από τη θολωτή είσοδο ήταν πνιγηρό, εξαιτίας της άμμου που, ανάμικτη με αέρα, δημιουργούσε βαριά και δυσάρεστη ατμόσφαιρα. Eδώ όλα ήταν αλλοιώτικα. O οικοδεσπότης μάς βεβαίωνε πως ο χώρος εξαεριζόταν ελεύθερα από χίλια μικροσκοπικά ανοίγματα στην άμμο της στέγης, έτσι ώστε ο αέρας παρέμενε δροσερός και ανάλαφρος. Η λάμψη από τις φωτιές των υπηρετών φώτιζε το σύνολο του δωματίου, και γίνηκε πιο έντονη όταν ο οικοδεσπότης έστειλε τους υπηρέτες να φωτίζουν τα βαρέλια.

Αφού χαρήκαμε για αρκετή ώρα τη δροσερή ατμόσφαιρα και δοκιμάσαμε κρασί που ο ίδιος ο σινιόρ Βαλτισίνικος τράβηξε από κάποιο πιθάρι, τόσο κρύο σαν να το είχαν παγώσει, ο οικοδεσπότης διέταξε τους υπηρέτες να φωνάξουν, πράγμα που έκαναν με διαβολική σφοδρότητα που μας ξάφνιασε. Οι φωνές φαίνονταν να κυλούν, απόκοσμες, σ’ ολόκληρο το σπήλαιο και στα βαρέλια γύρω, και προκάλεσαν πτώση λεπτής άμμου από τη στέγη, που μας έκανε να βήχουμε.

“Φτάνει, φτάνει”, είπε τέλος ο κύριός τους. “Τώρα χρειαζόμαστε ένα ποτήρι κρασί. Μη φοβάστε κύριοι! Η στέγη άντεξε έως τώρα εκατοντάδες τέτοιες κραυγές, και θ’ αντέξει άλλες τόσες!”.

Με πολλή ανακούφιση ξεμυτίσαμε, από τα υπόγεια κελάρια του Κυπρίου, στο φως της ημέρας.

[Εικονογράφηση : Δοκιμή κρασιών από άγγλους στρατιωτικούς σε κυπριακό κελάρι κρασιών. Γραβουρα 1878].

«Την πρωϊαν της παρελθούσης Δευτέρας ηκούσθη αίφνης κρότος παράδοξος εις το κενόν, ότε μετά μικρόν εφάνη εις τον ορίζοντα αεροπλάνον, όπερ είχε διεύθυνσιν εξ ανατολών προς δυσμάς. Το αεροπλάνον όπερ είχε τύπον περιστεράς, εις ύψος 2,000 μέτρων διέγραψεν άνωθεν της πόλεως ημικύκλιον και εξηφανίσθη διευθυνόμενον προς βορράν».

[Είδηση από εφημερίδα (Ιούνιος 1917)].

Αμέσως μετά την άφιξη των Άγγλων στην Κύπρο, το 1878, κατόπιν επίσημης εντολής ετοιμάστηκε, από τον στρατιωτικό Captain A.R. Saville, εκτενής μελέτη για την Κύπρο στην οποία περιλαμβάνονταν πολλές πληροφορίες για την ιστορία, γεωγραφία, τοπογραφία, οικονομία, κ.λπ. του νησιού. Από την έκδοση μεταφέρονται εδώ (σε μετάφραση) ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το Κάστρο της Λάρνακας, όπως ήταν εκείνη ακριβώς τη χρονιά.

«Το μόνο αμυντικό έργο που διαθέτει σήμερα η Λάρνακα είναι ένα μικρό και χωρίς σημασία κάστρο, του 1625.

Βρίσκεται εντελώς στο άκρο δυτικά της Μαρίνας, δεξιά της αποβάθρας του τελωνείου και κοντά στην ακτή. Είναι τετράγωνο, ευρύχωρο και με γερά τείχη από άσπρη λιθοδομή, με καλή προμήθεια νερού, όμως ανεπαρκές για άμυνα επειδή δεν διαθέτει προστασία χώματος και γι’ αυτό εύκολα θα κατέρρεε κάτω από βαρύ ναυτικό βομβαρδισμό.

Ο εξοπλισμός του περιλαμβάνει έντεκα μακρά κανόνια των 16 λιβρών, πράσινα από μεταλλικές οξείδωσεις και φορτωμένα σκουριά· επίσης τέσσερα πεδινά πυροβόλα που χρησιμοποιούνται για χαιρετιστήριες βολές. Πολλά από τα υποστηρίγματα των όπλων είναι σπασμένα, δύσκίνητα και σε άθλια κατάσταση. Δύο από τα πυροβόλα είναι αγγλικής κατασκευής και φέρουν τα αρχικά G.R. Κάποια από τα μεγαλύτερα κανόνια είναι τοποθετημένα σε πολεμίστρες κι άλλα σε εξέδρες βολής στην κορυφή του κάστρου, προς την οποία οδηγεί πλατιά σκάλα.

Αυτό το κάστρο μάς είναι χρήσιμο μόνο ως στρατώνας, με δυνατότητα εξαίρετης φιλοξενίας 80 ανδρών και ξεχωριστό χώρο διαμονής των αξιωματικών».

Η πρώτη πλήρως τεκμηριωμένη συνεδρία Δημοτικού Συμβουλίου στη Λάρνακα πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 1878, όπως αποδεικνύουν τα πρακτικά της, που διασώζονται στα αρχεία του Δήμου της πόλης. Στοιχεία για προσπάθειες σύστασης κάποιας μορφής “δημοτικών αρχών” έγιναν και προηγούμένως :

1859 «Aπό αναφορές σε έγγραφα, ο πρώτος που εμφανίζεται ως Πρόεδρος Δημοτικής Eπιτροπής, το 1859, είναι ο Xατζή Oμέρ Σιτκή Eφέντης». [[Πηγή : Κρίτων Γεωργιάδης, «Δημοτικές εκλογές στη Λάρνακα». Λάρνακα-Kατακλυσμός ’87, σελ. 33].

1867 Πρόεδρος Δήμου αναφέρεται ο Iμπραήμ εφέντης. [Πηγή : Ν.Γ. Kυριαζής, Συλλογή Iστορικών Eιδήσεων (1946), σελ. 41].

1869 «Kατά το 1869 επεχειρήθη οργάνωσις είδους Δημαρχείου. Eξελέγησαν ανά τρεις δημοτικά μέλη, (Έλληνες – Tούρκοι – Eυρωπαίοι), υπό πρόεδρον τον Mεχμεταλή Mάνασσον. Eπεβλήθη φόρος εις λαχανικά και σφάγια, και εις επιβιβαζόμενα ζώα εις πλοία. H επιτυχία ήτο μικρά». [Πηγή : Ν.Γ. Kυριαζής, Συλλογή Iστορικών Eιδήσεων (1946), σελ. 42].

1878 13 Aυγούστου: Ύστερα από εκλογές αναδεικνύεται Δημοτικό Συμβούλιο. Tο αποτέλεσμα δεν είναι αρεστό στους Άγγλους και τοποθετούν τον γιατρό Φρειδερίκο Έιδενσταμ ως Δήμαρχο (1878-1880). Mέλη του Συμβουλίου, το οποίο έμεινε στην αρχή για περίπου ένα μονάχα μήνα, είναι: Aντώνιος Oυσμιάνη, Aντώνιος Xριστοδουλίδης, Γεώργιος M. Nικολαΐδης, Λεοπόλδος Περώ (έμποροι), Kάρολος Oυώτκινς (διευθυντής Oθωμανικής Tράπεζας), Παύλος Bαλδασάρ (κτηματίας), και Xατζηχασσάν Zουπεχήρ. [Πηγή : Κρίτων Γεωργιάδης, «Δημοτικές εκλογές στη Λάρνακα». Λάρνακα-Kατακλυσμός ’87, σελ. 34].

Από το επόμενο Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας και έως σήμερα ο διασώζονται όλα τα πρακτικά συνεδριάσεων.

Πρακτικά πρώτης συνεδρίας

Το κείμενο :

Δημαρχείου Λάρνακος

Συνεδρίασις Α΄

Ημέρα Δευτέρα 4 μ.μ. 14 Οκτωβρίου 1878

Παρόντος του Πολιτικού Διοικητού Κου Ουάιτ Αντισυνταγματάρχου ως και του Υποδιοικητού Κου Κόπχαμ

Πρόεδρος Κος Κος Έϊδενσταμ

Σύμβουλοι Κοι Κοι D.M. Cirilli, Στίνης Χριστοφίδης, Ουάτκινς, Δ. Κουντούρης, Μάνασος, Αρχιμ. Μελέτιος, Σ. Ιακωβίδης, Α. Ουσμιάνης, Π. Θεμιστοκλέους, Αχμέτ Γαζάουι, Ιουσούφ Ζιά Εφέντη

και των Γραμματέων Κων Κων Τσουκά και Μαλιώτου.

Πολ. Διοικ. : Εκφράζει προς ολόκληρον την συνεδρίασιν τας ελπίδας αυτού δια το μέλλον, ότι θέλουσιν ευσυνειδήτως εκτελέση τα καθήκοντά των μέχρι της πρώτης προσεχούς Μαρτίου.

Πρόεδρος : Η Α.Ε. εύχεται Υμίν ως και εγώ επίσης, συνιστώ όμως εις Υμάς το περί εισοδημάτων Δημαρχίας ζήτημα, ήτις αδυνάτως ηργάσθη μέχρι σήμερον. Η οικονομική κατάστασις αυτής δεν είναι ανθηρά καθότι αι προσπάθειαί μου ήσαν να μην επιβαρύνω το Δημαρχείον με πολλούς φόρους, όπως και ούτε το από τους προκατόχους μου ψηφισθέν δάνειον ενήργησα : πρόκειται να μας δωθή το δικαίωμα των μόλων. Εζητήσαμεν τα κανταριάτικα και την αγοράν, έχομεν το σφαγείον κτλ. ώστε ελπίζω εις το μέλλον η Δημαρχία να δυνηθή να έχη καλόν εισόδημα, όμως δια τα ανωτέρω απαιτείται καιρός ώστε, προτείνω Υμίν ίνα σκεφθήτε περί νέου δασμού όπως δυνηθή να διατηρηθή η Δημαρχία, κατά συνέπειαν προτείνω φόρον επί των οικιών.

Θεμιστοκλέους : Δεν είναι δίκαιον μόνον ο έμπορος να πληρώνη φόρους, αλλά όλος ο κόσμος. Πόσα τα έξοδα Δημαρχίας εις όλον αυτό το διάστημα;

Πρόεδρος : £627.

Θεμιστοκλέους: Ας αυξηθεί το επί των οικιών 1%.

Πρόεδρος : Ο φόρος θα τεθή επί του ενοικίου.

Ουσμιάνης : Θα σηκωθή ο παλαιός Δημοτικός φόρος.

Πρόεδρος : Αυτός είναι της Κυβερνήσεως δικαίωμα.

Ουσμιάνης : Ώστε να επιβληθή ελαφρός φόρος.

Μάνασος : Έως σήμερον βλέπομεν μεγάλην καθαριότητα και επειδή πρόκειται περί Δημαρχίας ήτις είναι η ψυχή ενός τόπου πρέπει να προσπαθήσωμεν παντί σθένη την αύξησιν των εισοδημάτων αυτής.

Πρόεδρος : Η Δημαρχία είναι η Μήτηρ της πόλεως.

Μάνασος : Διό πρέπει να καταβάλωμεν όλοι πάσαν προσπάθειαν υπέρ αυτής.

Μελέτιος : Επειδή δε το ζήτημα είναι σπουδαίον πρέπει να σκεφθώμεν.

Πρόεδρος : Με μεγάλην ευχαρίστησιν ήκουσεν ο Πολ. Διοικητής την πρότασίν σας Κύριε Μάνασε.

Μάνασος : Το χρέος μας εκάμαμεν.

Θεμιστοκλέους : Να καταργηθή το 1%.

Πρόεδρος & Ουσμιάνης : Αυτό είναι συμβολαιογραφικόν δικαίωμα.

Απεφασίσθη να ορισθή εις την ερχομένην συνεδρίασιν το περί εισοδημάτων Δημαρχίας ζήτημα και αν πρέπη να γινή δάνειον και ποίου ποσού.

Απεφασίσθη οιονδήποτε μαγαζίον δεν έχει άδειαν να κλείη εντός δεκαπέντε ημερών.

Απεφασίσθη ημέρα συνεδριάσεως Δημαρχείου η Πέμπτη εκάστης εβδομάδος, ώρα 3 μ.μ.

Στίνης : Προτείνω το σπουδαιότερον ζήτημα να τεθή εις επιδοκιμασίαν δια την ερχομένην Συνεδρίασιν.

Κουντούρης : Είναι οι δρόμοι καθότι ο χειμών φθάνει.

Πρόεδρος : Ώστε σας αναμένω όλους εις τας 3 μ.μ. την ερχομένην Συνεδρίασιν.

Ο Πρόεδρος : Έϊδενσταμ [υπογραφή]

Οι Σύμβουλοι : [υπογραφές]

Γραμματείς : [υπογραφές]

Το ελληνικό πολεμικό-καταδρομικό πλοίο «Γεώργιος Αβέρωφ» ήταν γνωστό σε όλο τον ελληνισμό ως «Θωρηκτό Αβέρωφ» και χαρακτηρίστηκε ως η «δόξα του ελληνικού πολεμικού ναυτικού», λόγω της πλούσιας εθνικής δράσης του (κατάληψη Λήμνου, Αγίου Όρους, νησιών του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου, το 1912· παρουσία στην Κωνσταντινούπολη με άλλα πλοία των νικητήριων δυνάμεων, το 1918· συμμετοχή κατά τον Μικρασιατικό πόλεμο, το 1922· δράση από την Αλεξάνδρεια έως τον Ινδικό Ωκεανό, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Με το «Θωρηκτό Αβέρωφ» επέστρεψε στην Ελλάδα στις 17 Οκτωβρίου 1944, η Ελληνική Κυβέρνηση. Το πολεμικό παροπλίστηκε το 1952 και πολύ αργότερα αποκαταστάθηκε ως μουσείο (ανάμεσα στους χορηγούς αποκατάστασής του ήταν και η Κυπριακή Δημοκρατία).

Το θωρηκτό κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία Ορλάντο, στο Λιβόρνο, και καθελκύστηκε στις 27 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1910. Την τελετή καθέλκυσής του παρουσιάζουν τα δύο ταχυδρομικά δελτάρια που κυκλοφόρησαν αμέσως μετά, σταλμένα προς τον Λαρνακέα Μ. Καρεμφυλάκη, γνωστό και από εκδόσεις δικών του κυπριακών ταχυδρομικών δελταρίων. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το συνοδευτικό σημείωμα του ενός δελταρίου, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται πιο κάτω.

«Αγαπητέ κύριε Καρεμφυλάκη,

Χθες έγινε μεγάλος εορτασμός στο Λιβόρνο για την καθέλκυση του πολεμικού πλοίου που κατασκευάστηκε για την Ελλάδα. Για αυτό το πλοιο χρησιμοποιήθηκαν και δικά μου χρώματα. Χθες ήλθαν στο Λιβόρνο πολλοί Έλληνες.

Με θερμούς χαιρετισμούς

Pietro Perbellini».

Επειδή κατά τα παλαιότερα χρόνια οι περισσότερες κυπριακές οικογένειες δεν διέθεταν σταθερά οικογενειακά ονόματα, όπως συνηθίζεται σήμερα, και χρησιμοποιείτο το όνομα του πατέρα ως επίθετο, μία πρόσθετη ένδειξη που διαφοροποιούσε ένα πολίτη από την πληθώρα άλλων με το ίδιο κοινό «επώνυμο» ήταν η χρήση της επαγγελματικής ιδίότητάς του.

Μαρτυρίες αυτής της συνήθειας διασώζονται και στο «Βιβλίο γεννήσεων και βαπτίσεων» (περίοδος 1838-1900) της εκκλησίας Αγίου Ιωάννου, της Λάρνακας.  Στη σελίδα του αρ. 14, για το 1842, οι τέσσερις βαπτίσεις που καταγράφονται αφορούν σε παιδιά των : «Χατζηπαναγή Καλαϊτζή και Δεσποινούς», «Αποστολή Καμηλάρη και Παναγιωτούς», «Χατζηιωάννη Καλαϊτζή και Χατζητζικκινούς», και «Σέργη Κομοδρόμου και Μαριαννούς».

Κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες από το Δήμο Λάρνακας το ετήσιο Ημερολόγιο τοίχου, για τη νέα χρονιά, με φωτογραφίες από το αρχείο του γνωστού συλλέκτη, φίλου συμπολίτη μας Αντώνη Χατζηπαναγή.

Ο Αντ. Χατζηπαναγής, για πολλά χρόνια συστηματικά και με πάθος ερευνά και διασώζει έντυπο και φωτογραφικό υλικό που αφορά στην Κύπρο και ιδιαίτερα στη Λάρνακα. Από το αρχείο του αναπαράγονται στο Ημερολόγιο σπάνιες φωτογραφίες της πόλης, όπως την γνώριζαν οι παλαιότεροι.

Θα μας συντροφεύουν για όλη τη χρονιά.

Πιο κάτω δημοσιεύεται ―από το ίδιο Ημερολόγιο― φωτογραφία από «εποχές αθωότητας» της πόλης, όταν κάρα και άμαξες, που σύρονταν από μουλάρια, γαϊδούρια ή βόδια, κυκλοφορούσαν με άνεση ακόμη και στα κεντρικότερα σημεία της πόλης: εδώ, στην οδό Ζήνωνος Κιτιέως, έξω από την Οθωμανική Τράπεζα (ίσως της δεκαετίας του 1920).

Γεγονός που συντάραξε την κυπριακή κοινωνία το 1909 ήταν η δολοφονία πέντε προσώπων της ίδιας οικογένειας, που έγινε λίγο έξω από το χωριό Μαζωτός, τον Σεπτέμβριο του 1909. Θύματα ήταν ο γεωργός Μηνάς Αργυρού, η σύζυγός του και τρία από τα ανήλικα παιδιά τους. Ένα άλλο, δεκατεσσάρων χρονών, κρύφτηκε και γλύτωσε· αυτός ήταν και ο κύριος μάρτυρας για να εντοπιστούν οι έξι δολοφόνοι: πέντε Τούρκοι από τα χωριά Σοφτάδες και Κιβισίλι και ένας Έλληνας από τη Λύση.

Εκτός από την ευρεία κάλυψη στις κυπριακές εφημερίδες, τρείς, τουλάχιστον, λαϊκοί ποιητές της εποχής ―οι Ιωάννης Μελάρης (από τη Γερμασόγεια), Αρέστης Νικολάου (από τη Βάσα Κοιλανίου), και Χριστόφορος Θ. Παλαίσης (από την Αυγόρου)― κυκλοφόρησαν φυλλάδες με αφήγηση των λεπτομερειών του φόνου και της τιμωρίας των δραστών.

Η εκτέλεση των έξι δραστών έγινε τον Μάρτιο 1910 στο Κάστρο Λάρνακας, το οποίο ―έως τις αρχές της δεκαετίας του 1930― εχρησιμοποιείτο περιστασιακά και ως τόπος εκτελέσεως για εγκλήματα που είχαν γίνει στην επαρχία. (Οι αγχόνες στήθηκαν στη δεξιά πλευρά, στο βάθος της εικονιζόμενης αυλής).

[Παραχώρηση σχεδίου: Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρας]

Από τη φυλλάδα του “πρωτοποιητάρη” Χριστόφορου Θ. Παλαίση, Η καταδίκη και η θανατική εκτέλεσις 6 φονέων ολοκλήρου οικογενείας εν Μαζωτώ (1910), μεταφέρεται εδώ ένα σχετικό απόσπασμα:

Στο κάστρον τους επήρασιν κι εμείναν κρατημένοι

όταν ήλθεν η μέρα τους η προσδιορισμένη

στον Διοικητήν της Λάρνακος και εις τους συγγενείς τους

ο Αρμοστής εδήλωσεν το τέλος της ζωής τους.

Μαρτίου 2 έγραψεν πρέπει να κρεμασθώσιν

όπως επράξασιν κι αυτοί έτσι να βραβευθώσιν.

Μέσα στου κάστρου την αυλήν κρεμάλες δυο εστήσαν

η μια διπλή κι άλλη μονή και τες εκανονίσαν.

Ημέραν Τρίτην το λοιπόν εις τες 7 η ώρα

πρώτον τους τρεις προσφέρουσιν εις την κρεμάλαν δώρα.

Όταν τους ετραβήσασιν, Θεέ μου μην το δώσης

με φίλον μου μήτε εχθρόν ποτέ μην αξιώσης,

εμουγκαρολογούσασιν με μιαν φωνήν μεγάλην

σαν κλαι’ κουδέλλα για τ’ αρνίν, κατσέλλα για δαμάλιν,

αλλά τ’ αθώα πλάσματα που ’κάμαν τέτοιον χάλιν

κοιλιές με δίχως έντερα κορμιά χωρίς κεφάλιν.

Μιαν παροιμίαν τακτικά ο κόσμος συναφέρνει,

’κείνος που δίδει μάχαιραν πάλιν μάχαιραν παίρνει.

Λοιπον στον τόπον της θηλιάς όταν επλησιάσαν

μ’ έναν πανίν τα μάτια τους που πάνω τα σκεπάσαν,

εις τον λαιμόν τους το σχοινίν κατόπιν επεράσαν

και σαν αρνιά στο μακελειόν έτσι τους εκρεμάσαν.

Ο Διοικητής κι ο ιατρός κατόπιν εξετάσαν,

όταν εξεψυχήσασιν και τους εκατεβάσαν.

Εις τες 9 τους άλλους τρεις τα ίδια εκάμαν,

οι συγγενείς εφύρνουνταν απ’ έξω που το κλάμαν.

Στους συγγενείς εδώσαν τους όλους και τους εθάψαν

κι όσ’ είχαν μάναν κι αδελφήν που πανωθιόν εκλάψαν.

Τοιουτοτρόπως ένδεκα πλάσματα εχαθήκαν,

γυναίκες εχηρεύσασιν, παιδιά ορφανευθήκαν.

·

[Γλωσσάριο: εμουγκαρολογούσασιν (μουγκαρίζω=κλαίω γοερά) / κουδέλλα=προβατίνα / κατσέλλα=αγελάδα / δαμάλιν=μοσχάρι / συναφέρνω=αναφέρω, θυμίζω / φύρνομαι=λιγοθυμώ]

[Στο κείμενο που ακολουθεί περιγράφονται, από σύγχρονο με τα γεγονότα άγγλο συγγραφέα, οι πρώτες ώρες μετά την άφιξη των Άγγλων στη Λάρνακα, στις 29 Ιουνίου 1878. Ο αφηγητής με υπεροψία χαρακτηριστική μιας “ανώτερης φυλής” αναφέρεται στους “ιθαγενείς” και στην αποβίβαση του στρατού στην πόλη της Λάρνακας].

“Με την ανατολή του ήλιου, το πρωί της Δευτέρας, το νησί περιβαλλόταν από σιδερόφρακτα πλοία. Ενωρίς εκείνη τη μέρα το πολεμικό “Μινώταυρος” μπήκε στον κόλπο της Λάρνακας και αγκυροβόλησε μισό μίλι από την ακτή.

Πολύ λίγα ήταν γνωστά για τους κατοίκους της πόλης και για τις αντιδράσεις τους. Ποιος ήταν ο διοικητής και ποιος ο φρούραρχος; Τι τηλεβόλα είχε στο κάστρο και υπήρχε πιθανότητα να τα χρησιμοποιήσουν;

Ο πλοίαρχος Rawson, του “Μινώταυρου”, στάλθηκε στην παραλία. Ο αξιωματικός αυτός είχε τόση ικανότητα να μαζεύει πληροφορίες όση ο αρχηγός του να βλέπει στο σκοτάδι. Όταν αποβιβάστηκε στην παραλία συνάντησε τον Πρόξενό μας και πληροφορήθηκε ότι διοικητής της πόλης ήταν ένας Καϊμακάμης, το λιμάνι διέθετε μικρό φρούριο εξοπλισμένο με παλαιά κανόνια από τον καιρό των Ενετών και φρουρά εκατόν ανδρών. Ο Καϊμακάμης ήταν άνθρωπος ήπιος και νωθρός, ζούσε στο Κονάκι με τις συζύγους του και σπανίως επισκεπτόταν στην πόλη.

Μετά την επιστροφή του Rawson στον “Μινώταυρό”, ο Ναύαρχος αποβιβάστηκε στην ακτή και επισκέφθηκε τον Καϊμακάμη. Κατά την παραμονή του πληροφορήθηκε ότι στην πόλη κυκλοφορούσαν φήμες ότι η Κύπρος θα υπαγόταν στη διοίκηση της Αγγλίας, αλλά ο Καϊμακάμης δεν είχε λάβει σχετικές οδηγίες. Η εσπευσμένη άφιξη των πλοίων μας από την Κρήτη είχε προλάβει τους απεσταλμένους του Σουλτάνου που θα έφθαναν από το Βόσπορο. Όμως ο Ναύαρχος έπρεπε να δράσει.

Το πρωί της επόμενης μέρας ο πλοίαρχος αποβιβάστηκε ξανά στην παραλία για να ολοκληρώσει την ενημέρωσή του και το απόγευμα υπέβαλε προς τον Ναύαρχο σύντομη έκθεση, όχι μόνο για τη Λάρνακα αλλά και για κάθε γωνιά του νησιού. Περιέγραφε τους κατοίκους των πόλεων ως ήσυχους και κοινωνικούς, πολύ νωθρούς και επιρρεπείς σε κάθε είδος ηδονής, αλλά χωρίς φανατισμό και επομένως χωρίς διάθεση να πολεμήσουν. Η μέθη δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο στους ορθόδοξους, όμως οι κλοπές, οι φόνοι και οι ληστείες ήταν σχεδόν άγνωστες. Ήταν ήμεροι και αδύνατοι άνθρωποι γι’ αυτό δεν υπήρχε πιθανότητα να αντισταθούν. Τί άλλο μπορούσε να θέλει να πληροφορηθεί ο Ναύαρχος;

Τμήματα των blue jackets επιβιβάστηκαν σε βάρκες και στάλθηκαν στην ακτή με διαταγή να αποβιβαστούν στην πόλη και να στήσουν πρόχειρη αποβάθρα. Δεν θα ζητούσαν άδεια και θα εργάζονταν αθόρυβα, αρχίζοντας και τελειώνοντας το έργο όπως εκείνοι έκριναν κι όπως θα ενεργούσαν αν εργάζονταν σε αγγλικό λιμάνι.

Βλέποντας τους ναύτες να αποβιβάζονται, μερικοί ιθαγενείς παραμέριζαν και τους κοιτούσαν με εκπληξη. Όταν δε έστησαν ιστό και ύψωσαν την αγγλική σημαία, οι ιθαγενείς παρατηρούσαν με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, αλλά κανένας δεν προσπάθησε να τους εμποδίσει. Κανένας δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε.

Ο Καϊμακάμης και ο διευθυντής του Λοιμοκαθαρτηρίου βρίσκονταν στο ίδιο σκοτάδι όπως και ο υπόλοιπος κόσμος. Αλλά ενώ ο Καϊμακάμης παρέμενε ήσυχος στο Κονάκι του, ο διευθυντής του Λοιμοκαθαρτηρίου ―άνθρωπος από το εξωτερικό― ανέβηκε στη Ναυαρχίδα για να μάθει πώς έχουν τα πράγματα κι αφού έριξε μία ματιά στα μεγάλα κανόνια, πρόσφερε τις ταπεινές υπηρεσίες του στη Βασίλισσα.

Αδιαφορώντας για τα φρούρια, εμείς υψώσαμε τη σημαία μας και στήσαμε την αποβάθρα μας, και χωρίς να δώσουμε σημασία στην παρουσία του Καϊμακάμη ορίσαμε ως διοικητή της πόλης τον Πρόξενό μας. Το απόγευμα της Τρίτης η κατοχή μας είχε ολοκληρωθεί και από τη ξηρά και από τη θάλασσα”.

Τρεις εικόνες των αποβιβάσεων αγγλικού στρατού στη Λάρνακα, τον Ιούνιο 1878

[Πηγή εικόνας:  Αλέξανδρος-Μιχαήλ Χατζηλύρα]

Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031