You are currently browsing the category archive for the ‘Κοινωνική ζωή’ category.

[Tον Oκτώβριο 1917, όταν ο εικοσιοκτάχρονος Νικόδημος Mυλωνάς ήταν ακόμη Xωρεπίσκοπος Σαλαμίνος (το επόμενο χρόνο εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου), δημοσίεψε στο περιοδικό Eκκλησιαστικός Kήρυξ, της Iεράς Mητροπόλεως Kιτίου, άρθρο με τίτλο “Η κατάστασις του λαού” όπου, με λόγο τολμηρό που ίσως για πρώτη φορά ακουγόταν από πένα κυπρίου ιερωμένου, κρινόταν η πνευματική, κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση του κυπριακού λαού. (Το άρθρο αυτό ο Σάββας Xρίστης χαρακτήρισε κάποτε ως το πρώτο σοσιαλιστικό κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Kύπρο). Πρόκειται σίγουρα για ένα από τα πρώτα κείμενα του είδους που βλέπουν το φως στον κυπριακό περιοδικό τύπο, και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι γράφεται από ανώτερο εκκλησιαστικό και δημοσιεύεται σε επίσημο περιοδικό Mητροπόλεως.

Παρά το ότι από τότε έχει περάσει σχεδόν ένας αιώνας και πολλά έχουν αλλάξει ―τερματισμός Αγγλικής κατοχής, έντονη αστικοποίηση, αναβάθμιση μόρφωσης και κρατική εργοδότηση των εκπαιδευτικών― κάποια άλλα από όσα στιγματίζονται στο κείμενο επιβιώνουν στην κυπριακή κοινωνία έως τις μέρες μας].     

Ακολουθει εκτενές απόσπασμα από το άρθρο.

*

[…] Μάτην ο πλούτος χύνεται γύρω με σπατάλην· ο κύπριος διέρχεται αναίσθητος μπροστά εις τόσον μεγαλείον, εν υπομονή τρώγων τον άρτον της αθλιότητος και της πενίας εν αναμονή της μακαρίας επιβραβεύσεως των ουρανών ανθ’ όσων ενθάδε επείνασε. Τις η αιτία και τις ο υπεύθυνος;

Αλλά θα ήτο έργον ματαιοπονίας να ομιλήσει τις περί υπευθύνων. Εις τον μακάριον αυτόν τόπον ευθύναι ποτέ δεν ζητούνται, αν δε ζητηθούν ποτέ, θα ζητηθούν ―εστέ βέβαιοι― από όπου δεν υπήρξαν. Τόσον ο ραγιαδισμός εκυρίευσε την ψυχήν του αγρότου μας.

Θα ήτο δε αστείον να ομιλήσει κανείς περί ευθυνών και να επιχειρήσει τις υπεράσπισιν λαϊκών δικαιωμάτων εδώ, όπου η περί λαού αντίληψις εξισοί τούτον προς αμνόν άκακον αδιαμαρτυρήτως κειρόμενον. Εάν δε ποτέ ακούετε να γίνηται λόγος τις εν ονόματι των λαϊκών δικαιωμάτων να είσθε βέβαιοι ότι την στιγμήν εκείνην απεμπολούνται ταύτα αντί πινακίου φακής.

Τοιουτοτρόπως δε συμβαίνει ώστε, ενώ καθ’ εκάστην σχεδόν άνδρες βουληφόροι αναδεικνύονται δια της ψήφου του λαού, ίνα προστώσι τούτου εις όλας τας εκφάνσεις της ζωής, δεν βλέπομεν ουδέ καν ένα τούτων να κινηθεί, να ταχθεί ο πρωτοπόρος μιας πανστρατιάς νέων ανδρών, ήτις με τον πέλεκυν μιας νέας σκέψεως θα κόψει σύρριζα αιωνοβίους προλήψεις και δεισιδαιμονίας του λαού.

Πού ποτε βλέπει τις τον τροβαδούρον των λαϊκών μαζών, ο οποίος με το ποίημα της θετικής σκέψεως να πλάσει από το λαϊκόν τούτο χάος τον σφριγηλόν κόσμον που θα ξεύρει ν’ αγαπά την γην ως την αιωνίαν μητέρα και τροφόν του;

Τοιουτοτρόπως συμβαίνει ώστε έσχατοι ημείς βαίνομεν συρόμενοι όπισθεν του άρματος των ξένων λαών πιθηκίζοντες εν τη απομιμήσει αυτών και όταν τα αδύνατα από την πείναν σκέλη μας αρνούνται να μας υπηρετήσουν εις τον θυελλώδη τούτον δόλιχον της ανθρωπίνης προόδου, δάκνοντες τα χείλη από φθόνον, αυτοπαρηγορούμεθα ευρίσκοντες ισάξιον αντίρροπον της βραδυπορίας ταύτης εν τη αναμνήσει των προγονικών θησαυρών.

Και θα ήδύνατό τις να παρηγορηθεί σκεπτόμενος ότι λαός μεμορφωμένος πνευματικώς δεν δύναται παρά να εύρει αφ’ εαυτού τα μέσα να αναπλάσει εαυτόν και να ακολουθήσει τους άλλους λαούς εν τω ιλίγγω της προόδου και του πολιτισμού.

Έν βλέμμα επί της όψεως ταύτης θα ηδύνατο να μας οδηγήσει προς εμβάτευσιν του προσεχούς μέλλοντος εγκλείοντος εν αυτώ τας σωστικάς ελπίδας.

Δυστυχώς η συμμαχία και επιμαχία κυβερνητικής αφροντισίας κα;ι κρυφίων προσωπικών συμφερόντων δίδουσι καιρόν εις το σχολαστικότερον των προγραμμάτων και συστημάτων όσα ποτέ εξεκολάφθησαν εις διδασκαλικόν εγκέφαλον να απομυζά κάθε ικμάδα ζωής από τον τρυφερόν εγκέφαλον του κυπρίου παιδός.

Ήδη δύο περίπου γενεαί εγαλουχήθησαν με την ξηρότητα του τοιούτου προγράμματος και όμως η λιτή λαϊκή βιβλιοθήκη αποτελούμενη από ευσεβή Συναξάρια, τα παραμύθια του Συντύπα και τα τραγούδια των επιχωρίων ποιητών ούτε κατά ένα τόμον ηυξήθη, εξ εκείνων τα οποία θα  είχον θέμα την πεζότητα του χωραφίου, και την χυδαιότητα του δένδρου.―Αιτία τούτου η ψυχρά και άνευ ενθουσιασμού διδασκαλία η πλανωμένη εις τα νεφελώματα των ιδεών και μη καταδεχόμενη να προσγειωθεί επί του εδάφους της θετικότητος. Η διδάσκαλοί μας, κατά πάνταν αξιέπαινοι νέοι, ονειρευόμενοι την διάπλασιν του λαού κατά το πρότυπον των προηγμένων τοιούτων λαών, συντόμως αφομοιούνται με το περιβάλλον αυτών, διότι δεν επλάσθησαν ούτοι καταλλήλως ώστε να γίνουν ζύμη ήτις θα αφομοιώσει το πελώριον φύραμα του λαού.

Τοιουτοτρόπως συμβαίνει ώστε εκτός από ολίγην ανάγνωσιν και γραφήν (και ταύτην μετ’ εμποδίων) ο κύπριος παις εξέρχεται του σχολείου και εισέρχεται εις την ζωήν με εγκέφαλον ηλαφρωμένον από τας αναγκαιούσας γνώσεις. Και τούτο διότι ο διδάσκαλός του ουδέποτε ηθέλησε να στρέψει την προσοχήν του προς το μέγα βιβλίον της φύσεως, αφ’ ου θα δυνηθεί να αντλήσει τας αναγκαίας γνώσεις.

Αλλαχού οι διδάσκαλοι είναι οι κοινωνικοί μοχλοί που δίδουν την ώθησιν εις τας μάζας των λαών. Εδώ οι διδάσκαλοι κρατούνται μακράν της ζωής και αν ποτέ εισέλθουν εις αυτήν θα εισέλθουν κατόπιν αδείας των κατά τόπους κομματαρχών δουλώσαντες πρότερον την οντότητά των εις τον οκτάπουν του κοινοτικού άρχοντος, ο οποίος είναι έτοιμος να εξακοντίσει τον δυστυχή διδάσκαλον εις το άλλο άκρον της νήσου ευθύς ως αντιληφθεί τούτον διδάσκοντα καινά δαιμόνια (ταμιευτήρια, συνεταιρισμούς, γεωργικάς τραπέζας κλπ.) εις τους ευτυχείς δουλοπαροίκους της χωροδεσποτείας του. […]

Λόγω των πολεμικών συγκρούσεων κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία του 1918-1922 και της καταστροφής που ακολούθησε κατέφυγαν στην Κύπρο πολλοί μικρασιάτες πρόσφυγες, κυρίως Έλληνες και Αρμένιοι. Από αυτούς άλλοι παρέμειναν μονίμως στο νησί κι άλλοι αναχώρησαν αργότερα για άλλους προορισμούς.

Στη Λάρνακα βρίσκονταν αυτή την περίοδο πολλές οικογένειες μικρασιατών προσφύγων. Μικρό τεκμήριο παρουσίας τους είναι και το προσκλητήριο γάμων του Μιχαήλ Ζιαρζούρα και της Μαριάνθης Ν. Χιτίρογλου, που έγιναν στο Ξενοδοχείο Royal, την τελευταία μέρα του Δεκεμβρίου 1923 (με το «παλαιό» ημερολόγιο) επειδή την επομένη άρχιζε …δίσεκτη χρονιά!

Δεν γνωρίζουμε περισσότερα για οικογένειες Ζιαρζούρα και Χιτίρογλου στη Λάρνακα και ίσως κατόπιν έφυγαν από την πόλη ή και από την Κύπρο.

Επειδή κατά τα παλαιότερα χρόνια οι περισσότερες κυπριακές οικογένειες δεν διέθεταν σταθερά οικογενειακά ονόματα, όπως συνηθίζεται σήμερα, και χρησιμοποιείτο το όνομα του πατέρα ως επίθετο, μία πρόσθετη ένδειξη που διαφοροποιούσε ένα πολίτη από την πληθώρα άλλων με το ίδιο κοινό «επώνυμο» ήταν η χρήση της επαγγελματικής ιδίότητάς του.

Μαρτυρίες αυτής της συνήθειας διασώζονται και στο «Βιβλίο γεννήσεων και βαπτίσεων» (περίοδος 1838-1900) της εκκλησίας Αγίου Ιωάννου, της Λάρνακας.  Στη σελίδα του αρ. 14, για το 1842, οι τέσσερις βαπτίσεις που καταγράφονται αφορούν σε παιδιά των : «Χατζηπαναγή Καλαϊτζή και Δεσποινούς», «Αποστολή Καμηλάρη και Παναγιωτούς», «Χατζηιωάννη Καλαϊτζή και Χατζητζικκινούς», και «Σέργη Κομοδρόμου και Μαριαννούς».

Το 1853 δύο θάνατοι νεαρών κοριτσιών στη Λάρνακα έδωσαν την ευκαιρία να δημοσιευθούν ανωνύμως “επιτύμβιοι” στίχοι στο γνωστό αθηναϊκό περιοδικό της εποχής Η Ευτέρπη. Το πρώτο δημοσίευμα, με τίτλο “Ελεγείον εις τον θάνατον της Ελένης Χάβα, αποθανούσης εν Λάρνακι Κύπρου, κατά το 19 έτος της ηλικίας της” δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 15ης Απριλίου, και το δεύτερο, για ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, με τίτλο “Επιτύμβιον εις την μακαρίτιδα Βιργινίαν Δεάπ”, οκτώ μήνες αργότερα, στο τεύχος της 15 Δεκεμβρίου.

Και τα δύο ποιήματα δείχνουν καλό ποιητή, και αν πρόκειται για Λαρνακέα, ασφαλώς δεν θα είναι πολλοί που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την πατρότητά τους. Ανάμεσα στους πρώτους πιθανούς υποψηφίους δικαιωματικά θα διεκδικούσε θέση και ο εικοσιτριάχρονος, τότε, συμπολίτης μας Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης.

Hava1Hava2

Deap1Deap2

Στα παλαιότερα χρόνια τα ταξίδια, εκτός από τους πολλούς κινδύνους τους, ελάχιστες ανέσεις πρόσφεραν στου τολμηρούς που αποφάσιζαν να αφήσουν την ασφάλεια του σπιτιού και του τόπου τους. Όμως πάντοτε βρίσκονταν άνθρωποι αποφασισμένοι να γνωρίσουν νέους τόπους ή να πραγματοποιήσουν κάποιο τάμα ζωής, όπως ένα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους.

ApeyitosThΚατά τη δεκαετία του 1910 ο Θεόδωρος Απέγιτος από τη Λάρνακα, ως “Γενικός διοργανωτής του Ομίλου Προσκυνητών εις Ιεροσόλυμα” δραστηριοποιήθηκε έντονα με την οργάνωση ευφάνταστων (και “εξοντωτικών” στις λεπτομέρειές τους) εκδρομών στους Αγίους Τόπους. Από το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή, Η Λάρνακα των Μαυροΐδηδων και του εμπορίου 1878-1937, έκδοση του Δήμου Λάρνακας που μόλις κυκλοφόρησε, μεταφέρεται εδώ απόσπασμα διαφήμισης των εκδρομών, όπως δημοσιεύτηκε σε σκαλιώτικη εφημερία του 1913:

«Προσκυνήματα υπό την επίβλεψιν και οδηγίαν καταλλήλων προσώπων της υπηρεσίας του κ. Θ. Απέγιτου, οι προσκυνηταί θα επισκεφούν την Πηγήν των Αποστόλων, το Πανδοχείον του Καλού Σαμαρείτου, τας δεξαμενάς του Σολομώντος, την Ιεριχώ, την Μονήν Ιωάννου του Βαπτιστού και του Αββά Γερασίμου, το Σαραντάριον όρος κατά την εις Ιορδάνην εκδρομήν. Επίσης την Μονήν Αγίου Σάββα, εν Βηθλεέμ δε το Άγιον Σπήλαιον, τον τάφον της Ραχήλ, την Μονήν του προφήτου Ηλιού, καθ’ οδόν δε την στέρναν των Μάγων.

Υπό την οδηγίαν δε του ιδίου του κ. Θ. Απεγίτου το όρος των Ελαιών, Γαλιλαίαν, Μονήν Αναλήψεως, Γεσθημανήν, ένθα ο τάφος της Παναγίας, το μέρος ένθα συνελήφθη ο Ιησούς και ένθα απήγγειλε το Πάτερ ημών, το όρος της Αγίας Σιών, τα Άγια των Αγίων, την Βηθανίαν, ένθα ο τάφος του Λαζάρου, την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, τον Χείμαρρον των Κέδρων δια της οδού του Μαρτυρίου, το Πραιτώριον και όλα τα προσκυνήματα τα εντός του Ναού της Αναστάσεως, οίον τον Πανάγιον Τάφον, την Αγίαν Αποκαθήλωσιν, τον Γολγοθάν κλπ.»

[Βέβαια δεν γνωρίζουμε σήμερα πόσοι από τους συμμετέχοντες ολοκλήρωναν αυτή την προσπάθεια αναβίωσης του ιερού μαρτυρίου. Πάντως ο διοργανωτής τους φαίνεται ότι διέθετε ισχυρή κράση αφού συμμετείχε πάντοτε στις εκδρομές του].

Ουσιαστικό «βασίλειο» κάθε παλιού φωτογράφου ήταν το στούντιο. Κυκλοφορώντας τότε με μια φωτογραφική μηχανή δεν ήταν το ίδιο εύκολο όσο σήμερα. Οι φωτογραφικές μηχανές της εποχής και τα συνοδευτικά τους (τριπόδι, γυάλινες φωτογραφικές πλάκες κ.ά.) ήταν συνήθως εξαρτήματα πολύ βαριά. Όμως, παρά τις δυσκολίες, ενδιαφέροντα δείγματα δημιουργικών φωτογραφικών περιδιαβάσεων διασώζονται από φωτογράφους του παρελθόντος, όπως οι τρεις φωτογραφίες που ακολουθούν.

Κάποια μέρα (ίσως κατά τη δεκαετία του 1920) ο Λεοπόλδος Glaszner φορτώνεται τα σύνεργά του και κατεβαίνει στα παζάρια της Λάρνακας, όπου μαζεύονται οι χωρικοί της επαρχίας κι όπου συναντά κάποιος κάθε λογής εμπορευόμενους και βιοτέχνες.

Οι πρώτοι που δέχονται να φωτογραφηθούν είναι δύο χωρικοί κι ένας αστυνομικός ―ο οποίος με την πρέπουσα για το λειτούργημά του σοβαρότητα, ως «όργανο του νόμου», επιδεικνύει το ραβδί του και το βιβλιάριο καταγγελιών.

peridiavasi1

Στην ομάδα θα προστεθεί σε λίγο ένας ιερέας χωριού της επαρχίας καθώς και ακόμη δύο «βρακάδες» (ο δεύτερος διακρίνεται πίσω από τον αστυνομικό).

peridiavasi2

Οι δύο οδηγούν τον φωτογράφο σε εργαστήριο κατασκευής και επιδιόρθωσης ποδίνων. Ό ένας τον «ξεναγεί» στις εργασίες που γίνονται από τους νεαρούς καλφάδες (μαθητευόμενους) ενώ ο άλλος κάθεται αναπαυτικά επιδεικύοντας το κεφαλομάντιλο και τις χοντρές ποδίνες του.

peridiavasi3

Nipiokomikos

Αναμνηστική φωτογραφία από «τέιον» του Νηπιοκομικού Σταθμού των Κυριών Λάρνακας, 12 Ιουνίου 1934. Εκτός από τον υπεύθυνο γιατρό και τη νοσηλεύτρια, διακρίνονται οι κυρίες Μαρία Ν. Κυριαζή και Αυγούστα Πιερίδου-Χαχολιάδου.

[Η Magda Ohnefalsch-Richter (1873-1922), σύζυγος του γερμανού “αρχαιολόγου” Max Ohnefalsch-Richter, έζησε στην Κύπρο κατά την περίοδο 1894-1912. Το 1913 δημοσίεψε στα γερμανικά βιβλίο με τίτλο τα “Ελληνικά ήθη και έθιμα στην Κύπρο”, από όπου και το διασκεδαστικό περιστατικό που ακολουθεί, όπως και η φωτογραφία του συζύγου της. (Ο Max Ohnefalsch-Richter βρισκόταν στην Κύπρο από το 1878, ασχολούμενος και με το εμπόριο αρχαιοτήτων!)] 

OhnefalschRichterΌταν κάποτε ο σύζυγός μου, που διέμενε τότε μόνος στην Κύπρο, αρρώστησε με ιλαρά, έστειλε τον υπηρέτη του να καλέσει κάποιο γνωστό του γιατρό. Ο υπηρέτης δεν βρήκε τον γιατρό, πληροφορήθηκε όμως από το φαρμακοποιο ότι πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε γιατρό ή φάρμακο μπορούσε να τον βοηθήσει ο γερο-μάγος Θεοδόσης, φύλακας των κλειδιών της εκκλησίας του Άη Γιάννη στην παλιά Λάρνακα. Μια γραφή, σταλμένη από το μάγο, θα ήταν αρκετή για να γίνει ο άρρωστος κύριός του εντελώς καλά. Φοβισμένος ο υπηρέτης πήγε στον Μάγο, ο οποίος όμως, αντί να στείλει τη γραφή, ήρθε ο ίδιος στον άρρωστο. Είπε ότι δεν αρκούσε να στείλει την ευχή, παρά έπρεπε να γράψει προσωπικά ο ίδιος πάνω στο κεφάλι του αρρώστου ―επειδή, βέβαια, ανέμενε να πληρωθεί καλά (όταν έμαθε ότι πρόκειται για ξένο άρρωστο).

     Ο μάγος κάθισε τον σύζυγό μου σε μια καρέκλα, και όταν εκείνος είδε τον μάγο να βγάζει από την τσάντα του ένα κομμάτι ξύλο τυλιγμένο με ολόλευκο βαμβάκι, χωρίς να υποψιαστεί τίποτα κακό, δέχθηκε να υποστεί τη διαδικασία του εξορκισμού. Δεν πρόσεξε όμως ότι ο μάγος κρατούσε κι ένα μικρό φιαλίδιο με μελάνι, κι έτσι, σε λίγα λεπτά, ο άρρωστος ήταν παντού ζωγραφισμένος με μαύρα ιερογλυφικά, τα οποία ούτε οι μεγαλύτεροι και σπουδαιότεροι ειδικοί δεν θα μπορούσαν να αποκρυπτογραφήσουν. Για περίπου δεκαπέντε λεπτά ακολούθησε ένα ξόρκι στα ελληνικά, που εναλλασσόταν με μιαν άλλη γλώσσα που έμοιαζε με αραβικά. Γινόταν επίκληση σε όλους τους αγγέλους, αρχαγγέλους, αποστόλους, ευαγγελιστές και αγίους, στο όνομα της Αγίας Τριάδας να διώξουν όλους τους δαίμονες, μικρούς και μεγάλους, από τον ταπεινό ταλαίπωρο Max Ohnefalsch-Richter. Ο μεσολαβητής μίλησε επίσης για την αρρώστια του συζύγου μου και σε συναδέλφους του, όπως τον Άγιο Πέτρο κλειδοκράτορα του ουρανού. Μερικές φορές φυσούσε επάνω στον άρρωστο τρεις φορές και τον ράντιζε με νερό, έως ότου ―όπως πίστευε― μαζί με τους διαβόλους και τους δαίμονες εγκαταλείψουν τον άρρωστο όλων των ειδών οι φωτιές: διασταυρούμενες, κρύες και ζεστές, από κάρβουνα ή από ξύλα, από τον αέρα. Τέλος, ο μάγος ζήτησε από τον σύζυγό μου να τον συγχωρέσει για όση ταλαιπωρία του προκαλούσε. “Καταλαβαίνω”, απάντησε ο σύζυγός μου, “ότι όλα πρέπει να τα υπομένει κανείς χάριν της επιστήμης”. Ύστερα όμως ήρθε το χειρότερο: ο μάγος τον έφτυσε τρεις φορές, χωρίς εκείνος να προλάβει να το αποφύγει.

     Τέλος ο “Μάγος” τον διαβεβαίωσε ότι κατείχε μαγικό έγγραφο χαρτί από το βασιλιά Σολομώντα, στα αραβικά, που του έδινε αυτή τη δύναμη. Έφυγε ο Μάγος και, πριν προλάβει να καθαρίσει ο άντρας μου το πρόσωπό του από το μελάνι, ήλθε ο γιατρός. Ο σύζυγός μου του διηγήθηκε τι είχε συμβεί, επειδή ο γιατρός, ένας έξυπνος Κύπριος με καλές ιατρικές σπουδές στην Ευρώπη, ήθελε να πληροφορηθεί όλα τα σχετικά για τις μαγείες. Ο νεαρός γιατρός αναστατώθηκε από όσα άκουσε και είπε στον σύζυγό μου: “Τούτο θα είναι ντροπή για τους Κυπρίους, αν εσείς το δημοσιεύσετε”. Όμως αυτή η ντροπή δεν είναι τόσο μοναδική. Και σε χώρες προοδευμένες και με υψηλή πνευματική ανάπτυξη, ακόμη και σήμερα συνηθίζεται να “διαβάζουν ξόρκια” για την αρρώστια αυτή.

     Όταν ύστερα από μερικές μέρες η αρρώστια άρχισε να υποχωρεί, όλοι στη συνοικία ήταν απόλυτα βέβαιοι ότι τον Γερμανό έσωσε από βέβαιο θάνατο, ή τουλάχιστον από την πολύ βαριά ασθένειά του, αποκλειστικά ο Θεοδόσης ο Μάγος.

Το Θέατρο Μακρίδη λειτούργησε τον Νοέμβριο του 1924. Όπως αναφερόταν σε εφημερίδες της εποχής, «είναι πλάτους 18 μέτρων και μήκους 26 μέτρων, μετά καλλιτεχνικής σκηνής και συμπληροί σπουδαίαν έλλειψιν της πόλεώς μας». Χρησιμοποιήθηκε επίσης για χορούς και κινηματογραφικές προβολές. Για την ασφάλειά των θεατών ―επειδή υπήρχε πάντοτε κίνδυνος πυρκαγιάς (από ανάφλεξη της ταινίας λόγω υπερθέρμανσης της μηχανής)― όταν αργότερα (1927) εξετάστηκε για να χρησιμοποιηθεί ως χειμερινός κινηματογράφος, «ευρέθη τελείως ακατάλληλον δια κινηματοθέατρον. Και πριν του επιτραπεί να δώσει παραστάσεις κινηματογραφικάς πρέπει να αλλάξει την τοποθεσίαν της καμπίνας προβολής, ήτις ευρίσκεται άνωθεν της κυρίας εισόδου του θεάτρου και παραπλεύρως της εισόδου και εξόδου των θεατών του εξώστου».

Μια από τις ελάχιστες διασωζόμενες φωτογραφίες του εσωτερικού του θεάτρου, από την πρώτη περίοδο της ζωής του, λήφθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1925, κατά τη διάρκεια χορού του άγνωστού μας “Συλλόγου Π.Σ.Ζ.”, στον οποίο συμμετείχε μεγάλος αριθμός γνωστών πολιτών της Λάρνακας. 

MakridiTheatre

1

21

Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031