You are currently browsing the category archive for the ‘Συγγραφείς’ category.

Ο λαϊκός ποιητής Ανδρέας Π. Μαππούρας (1918-1998), από την Αραδίππου, ήταν για περίπου μισό αιώνα πολύ οικεία δημιουργική παρουσία στην πόλη της Λάρνακας. Γνωστός ευρύτερα στην Κύπρο ως ο τελευταίος “επαγγελματίας ποιητάρης”, δηλ. ο τελευταίος του είδους που εξασφάλιζε τα προς το ζην αποκλειστικά από την ποίησή του ―κάτι όχι τόσο ασυνήθιστο σε παλαιότερα χρόνια― κυκλοφορούσε διαθέτοντας τις φυλλάδες του σε κάθε ενδιαφερόμενο. Συμμετείχε επίσης στην ετήσια γιορτή του Κατακλυσμού στη Λάρνακα κερδίζοντας, πολύ συχνά, βραβεία.

Ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985), από τη Λύση, είχε πρωτοδημοσιεύσει ποιητάρικες φυλλάδες το 1921, όμως η ποιότητα του κατοπινού έργου του τον ανέδειξε ως ένα από τους καλύτερους ιδιωματικούς ποιητές του τόπου. Το 1974, ύστερα από την τούρκικη Εισβολή, υποχρεώθηκε να καταφύγει στη Λάρνακα, όπου έζησε έως το θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1985. Έξι μήνες αργότερα ένας άλλος σπουδαίος ιδιωματικός ποιητής, ο Κυριάκος Θ. Καρνέρας (1900-1986), από την Ξυλοτύμπου, ακολουθούσε τον Λιασίδη στον τάφο.

Την απώλεια αυτών των δύο ομοτέχνων του, με γνήσια συγκίνηση και έκδηλη ταπεινοφροσύνη, τίμησε ο νεότερός τους Ανδρέας Π. Μαππούρας στα ποιήματα που ακολουθούν, χωρίς να παραλείπει και κάποια κριτική της επικαιρότητας.

Στον αείμνηστον Παύλον Λιασίδην

Έφυες με παράπονον της προσφυγιάς θκειέ Παύλο

τζι ’εν θα ’χουμε συνάδερφον όπως εσέναν άλλο.

Σαν να ’σουν ένας τζιύρης μας με τες παραντζελιές σου

τζι έθελα πάντα να πατώ μέσα στες αυλατζιές σου.

Α(ν) δεις που τους συντρόφους μας κανέναν εις τον Άδη

πε τους κανέναν ποίημα ας εν’ τζιαι για σημάδι.

Παλαίσην, για τον Κουρουζιά, τον Γιώρκον Κατσαντώνη,

πε τους το λλιανίσκουμεν ώσπου περνούν οι γρόνοι.

Τζι αν ευρεθούμεν κάποτε στον Άδη τζι εν’ κισμέτι

τζι έσιει λαούτα τζιαι βκιολιά  κάμνεις μας ζιαφέτι.

Έναν κλωνί βασιλιτζιάν στεφάνι σου χαρίζω

τζι ως που ’χω πάνω μου οπνιάν εν να σε μακαρίζω.

Ανδρέας Μαππούρας 29-9-1985

Στην μνήμην του αξέχαστου συνάερφού μου

Ποιητή

Αείμνηστου Κυριάκου Καρνέρα

Έπαρτους σιαιρετίσματα

Έφυες Γέρο Πλάτανε τζι εσού κατόπιν τ’ άλλου,

θέλω να πω, του φίλου μας του μακαρίτη Παύλου.

Μπορεί να σου ’πεν κάποτε, φαίνεται μιαν ημέρα,

“Έτο πααίννω, τζι έρκεσαι κατόπιν μου, Καρνέρα”.

Συμφωνημένοι να ’σαστον ήτουν να γελαστείτε

που έξι μήνες τζι ύστερα να πάεις να βρεθείτε.

Αν δειτε τους συντρόφους μας τζει κάτω τζει που πάτε,

περνούν νάκκον καλλίτερα κανέναν αρωτάτε.

Τζει κάτω πέρκι ’εν έσιει κλέφτες, όπως ’δα πάνω,

όσα τζι αν έχουν θέλουσιν για να ’χουν παραπάνω.

Ούτε ’εν να γυρίζουσιν τες πόρτες να κτυπούσιν

για Δήμαρχους τζιαι βουλευτές ψήφους για να ζητούσιν.

Αν κάμνουσιν πυρηνικά, πυραύλους τζιαι κανόνια,

’εν να λαλούμεν του Θεού να μας πιντώννει γρόνια.

Αν ’εν την ίδιαν ζωή που ζιουν οι πεθαμμένοι,

να μείνουμεν στον τόπον μας που ’μαστον μαθημένοι.

’Πο τούτα ούλα ’εν έσιει στον Άδην σαν λαλούσιν,

έπαρ’ τους σιαιρετίσματα τζιαι να μας καρτερούσιν.

Ανδρέας Μαππούρας, Αραδίππου 30-3-86

[Γλωσσάρι : κισμέτι (τουρκ.) = μοίρα / ζιαφέτι (τουρκ.) = γλέντι / οπνιά = αναπνοή / πέρκι (τουρκ.) = ίσως / πιντώννω = προσθέτω].

[Ο κυπριακής καταγωγής κλασικός φιλόλογος και συγγραφέας Σίμος Μενάρδος (1872-1933), καθηγητής στα πανεπιστήμια Οξφόρδης και και Αθηνών και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του διατήρησε στενούς δεσμούς με την Κύπρο, πατρίδα της μητέρας του Αυγούστας Ν. Φραγκούδη. Είχε γεννήθεί στην τουρκοκρατούμενη Μυτιλήνη (όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως πρόξενος της Ελλάδας), όμως μεγάλωσε στη Λεμεσό όπου διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα. Εργάστηκε ως σχολάρχης (1896-1898) στην Ελληνική Σχολή Λάρνακας, αργότερα ως δικηγόρος στη Λεμεσό και κατά την περίοδο 1907-1909 ως ο πρώτος έλληνας επόπτης των Ελληνικών Σχολείων της Κύπρου. Σημαντική ήταν η συμβολή του και στην ίδρυση του Κυπριακού Μουσείου. Πολλές μελέτες του αναφέρονταν στην Κύπρο.

Τον Νοέμβριο 1933, σε φιλολογικό μνημόσυνο για τον Σίμο Μενάρδο, στην Ακαδημία Αθηνών, κύριος ομιλητής ήταν μία από τις μεγαλύτερες μορφές της νεοελληνικής φιλόλογίας, ο Ιωάννης Συκουτρής (καθηγητής στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας 1922-1924), ο οποίος ανέφερε και τα ακόλουθα για τον τιμώμενο] :

Άνθρωπος αληθινά εξευρωπαϊσμένος ο Μενάρδος, ησθάνετο ότι η μεγάλη ζημιά της πνευματικής μας ζωής, η κατάρα, νομίζει κανείς, του πνευματικού μας βίου από των Βυζαντινών και εξής, είναι η φυγή από την πραγματικότητα, η ανικανότης μας ν’ αντικρύσωμεν ανδρικά και ρεαλιστικά την ζωήν. Αντ’ αυτού καταφεύγομεν είς άγονον και ομφαλοσκοπικόν παρελθοντισμόν, ή χειρότερον ακόμη, λησμονούντες ότι δια το μέλλον εργάζεται γόνιμα και μόνιμα, όστις εργάζεται αληθινά δημιουργικώς δια το παρόν. Και αυτός ο συνεσταλμένος και φιλήσυχος έβλεπεν, ησθάνετο καλύτερα, πόση ανανδρεία κρύπτεται εις εκείνους, οι οποίοι αποστρέφουν το πρόσωπον είτε από το παρελθόν είτε από το παρόν.

Κατά την περίοδο 1904-1906 βρισκόταν στην Κύπρο ο ελλαδίτης λαϊκός βάρδος και εθνικός ιεραπόστολος Σπύρος Ματσούκας (1873-1928) οργανώνοντας εράνους για τον πολεμικό στόλο της Ελλάδας. Οι Κύπριοι συνεισέφεραν περίπου 6000 λίρες, ποσό μεγάλο για την εποχή. Τα χρήματα των περιοδειών του στον ελληνισμό Αμερικής, Κύπρου και αλλού, χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά των αντιτορπιλλικών «Κεραυνός» και «Νέα Γενεά», τα οποία έδρασαν κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1914.

Ο Σπύρος Ματσούκας, ο οποίος ήταν απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ουδέποτε άσκησε το επάγγελμα του νομικού αλλά αφιέρωσε τη ζωή του σε εράνους για εθνικούς σκοπούς. Έγραψε ποίηση χωρίς μεγάλες αξιώσεις, που εξέφραζε κυρίως την αγάπη του για την Ελλάδα. Στην κηδεία του λόγο διάβασε ο Κωστής Παλαμάς.

Περνώντας από τη Λάρνακα ―όπως και σε όλη την υπόλοιπη Κύπρο― ο Ματσούκας έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό. Ανάμεσα στους πολλούς σκαλιώτες φίλους του ήταν και ο δημοσιογράφος Κλεόβουλος Ν. Μεσολογγίτης (1872-1939), εκδότης της εφημερίδας Νέον Έθνος (1893-1934), στον οποίο με θερμή αφιέρωση χάρισε στίχους του ειδικά γραμμένους γι’ αυτόν καθώς και χειρόγραφο του ποιήματός του «Ο Χρυσαετός» αφιερωμένου «Εις την Μεγάλην Σκιάν του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Παλαιολόγου». [Η φωτογραφία του Κλ. Ν. Μεσολογγίτη παραχωρήθηκε από τον Λούη Περεντό].

Η αγάπη του Ματσούκα για την Κύπρο εκφράζεται και στο ακόλουθο ποίημά του :

Στην Κύπρο

Ω Κυπριώτικα βουνά, σε σας όλ’ η ζωή μου…

Έφυγα, κι ούτε μια στιγμή δεν έμεινα μακριά σας.

Σας πήρα μέσα στην ψυχή και σας κρατώ μαζί μου,

Ω, Κυπριώτικα όνειρα, με τ’ άγια μυστικά σας.

 *

Κάθε χωριό σας, σα γλυκό και απαλό τραγούδι.

Κάθε βουνό σας, του βοσκού ένας γλυκός σκοπός.

Κάθε κλαδί ολάνθιστο. Κάθε μικρό λουλούδι.

Για μένα ένα όνειρο κι ένας χαιρετισμός.

Ευαρεστηθήτε παρακαλώ να δεχθήτε τα πρωτοχρονιάτικά μου δώρα,

τας ειλικρινείς της καρδίας μου ευχάς υπέρ υμών,

ίνα το νέον έτος είη  δι’ υμάς μεστόν παντός αγαθού

και απολαύσετε εν αυτώ παν ό,τι ποθήτε

[Για τον Στυλιανό Ι. Θεοχαρίδη (1886-1923), βλ. ανάρτηση αρ. 96. / Η Cléo de Mérode ((1875-1966) ήταν διάσημη γαλλίδα χορεύτρια φημισμένη για την ομορφιά της και πολλές φωτογραφίες της κυκλοφορούσαν έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα].

Ο λαϊκός ποιητής Γιακουμής Ατσίκκος (1911-1995), από τη Λύση, μετά την τούρκικη Εισβολή του 1974 έζησε σε προσφυγικό συνοικισμό της Λάρνακας έως το θάνατό του. Εδώ δημιούργησε και το εκδομένο έργο του (τρεις ποιητικές συλλογές).

Το χειρόγραφο του ποίηματός του που παρουσιάζεται πιο κάτω είναι της 16ης Απριλίου 1985.

Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν

νυχτοξημερωννούμαστιν τζι’ άγρυπνοι καρτερούμεν

να ξαναπάμεν έσσω μας, τζει κάτω να ταφούμεν.

Βρίσκουσιν τρόπους, κάθονται εις τες συνομιλίες,

μα λύσην ’εν ι-βρίσκουσιν, πιντώννουν τες αιτίες.

Οι ξένοι πάντα μάχουνται για το δικόν τους κκιάρι

τζιαι μας ’δα κάτω να τα βρουν ―πετσίν, τζι’ άλλοι τομάρι.

Όπου αγάπη τζι’ ο Θεός, οι πρωτινοί λαλούσι,

έτσι έχουν μιαν δύναμιν τζιαι τ’ άδικον νικούσι,

τούτ’ εν’ η στράτα η καλή, τζι’ ούλλοι μας να τη[ν] δούμεν,

ατ τ’ ’εν να λείψ’ η προσφυγιά τζιαι να ξαναστραφούμεν

στα σπίθκια μας που καρτερούν, τζι’ ειρήνικά να ζιούμεν.

Γιακουμής Ατσίκκος 1985, 16/4

[Εικοσιπέντε χρόνια από τότε που η λαϊκή ψυχή του Γιακουμή Ατσίκκου εξέφραζε επιγραμματικά την κυπριακή πραγματικότητα εκείνης της εποχής, πόσα έχουν αλλάξει;]

Ο εθνικός μας ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) για μεγάλο διάστημα κατά την περίοδο 1868-1876 έζησε στη Μητρόπολη της Λάρνακας όπου συγγενής του ήταν ο Μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός Οικονομίδης. Από την περίοδο αυτή σώζονται τα πρώτα ποιήματα του Μιχαηλίδη κι ανάμεσά τους τρία λυρικά του 1875 (“Το σίγαρον”, “Ο αποχωρισμός”, Το αεράκι”) τα οποία σχετίζονται με το “πρωτο, γνωστό ερωτικό ειδύλλιο της ζωής του”.

Γράφει σε σχετικό δημοσίευμά του, το 1933, ο Αντώνης Κ. Ιντιάνος :

“Ο μακαρίτης Λουκής Πιερίδης σ’ ένα του γράμμα ημερομηνίας 31.5. 1929, σταλμένο σε μένα, γράφει σ’ απάντηση σχετικά μ’ ερωτήσεις μου απάνω στο τραγούδι [“Το σίγαρον”] πως στο σαλόνι του Μπαρτζίλι σύχναζαν ταχτικά όλοι οι διανοούμενοι και προύχοντες της εποχής καθώς και οι πρόξενοι των ξένων Δυνάμεων. Η κυρία Μπαρτζίλι, αδελφή του Ρισιάτ Mαττέη [Richard Mattei], του πλούσιου ιταλού χρηματιστή και βουλευτή, ενός από τους πρωτοδιορισθέντες βουλευτές πριν από το σύνταγμα του 1882, είχε τέσσερις θυγατέρες, την Eugenie, την Άδα ―που πήρε σε δεύτερο γάμο ο ποιητής Γουσταύος Λαφφών, τη Μαρή και την Ίρενα. Στο σπίτι τους σύχναζε κι ο Βασίλης που φαίνεται πως ερωτευόταν την πρώτη. Αυτή μια μέρα τύλιξε ένα σιγαρέτο που το πρόσφερε στον ποιητή κι η τέτοια περίσταση γέννησε τ΄ομώνυμο τραγούδι. Μερικοί άλλοι, όμως, με πληροφορούνε πως, μ’ όλον που το τραγούδι αυτό γράφτηκε για το σιγαρέτο που του πρόσφερε η Eugenie, ο ποιητής αγαπούσε την πιο μικρή, την Ίρενα, που πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία και που την αγαπούσε επίσης ο ποιητής Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης”.

Το σίγαρον

Ώ δροσερόν μου σίγαρον, τις σ’ έδωκεν την δρόσον,

τις σ’ έδωκεν την δύναμιν και με δροσίζεις τόσον;

Μην έλαβες την δύναμιν εκ των κομψών δακτύλων,

οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;

Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα απασμόν της,

η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;

Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε, και γνωρίζεις,

κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίνω ψιθυρίζεις;

Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω,

αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω!

Εν Λάρνακι 1875

Μία άλλη δημοσιευμένη μαρτυρία του γεννημένου στη Λάρνακα ποιητή Δημήτρη Θ. Λιπέρτη, ο οποίος ζούσε τότε στην πόλη και γνώριζε προσωπικά τον Μιχαηλίδη, αναφέρει :

“Ο αείμνηστος Βασίλης, όστις, καθώς ξεύρετε, ήτο συγγενής του μακαρίτου Κυπριανού, ευρίσκετο μεταξύ άλλων Λευκονοιτζιατών εν τη Μητροπόλει Λάρνακος, υπηρετών ως οικονόμος ―κελλάρης. Μου φαίνεται ότι ο Μητροπολίτης δεν τον ηυνόει και πολύ, καθότι δεν είχε μεριμνήσει δεόντως περί της μορφώσεώς του, και τούτο ο Βασίλης, όστις πράγματι ήξιζεν όλους τους άλλους συγγενείς του Δεσπότη, το έφερεν, πάνυ δικαίως, πολύ βαρέως· τον ήκουσα κι εγώ παραπονούμενον. Τούτου ένεκα ηναγκάσθη να μεταβεί εις το εξωτερικόν προς εύρεσιν πόρου ζωής, και προς εκμάθησιν της ζωγραφικής, όθεν μετά καιρόν επέστρεψε πάσχων από ισχυράν ισχυαλγίαν.

Νομίζω ότι πρέπει να προσθέσω ότι πριν ή αναχωρήσει έγραψεν επί του τοίχου ενός δωματίου της Μητροπόλεως το κάτωθι ποίημα, και τούτο δια να πειράξει τον Μητροπολίτην Κυπριανόν, όστις, ως σας είπον, δεν τον είχεν περί πολλού :

Στ’ ανάκτορά σου, Άνασσα, να μεταβώ σκοπεύω

αιχμάλωτός σου να γινώ, διότι σε λατρεύω.

Δεν φαίνεται παράδοξον να γίν’ η θέλησίς σου,

αν είναι πεπρωμένον.

― Αλλά να θύσεις δι’ εμέ το έαρ της ζωής σου.

― Αχ! είν’ εδώ θαμμένον.

[Ποίημα του 1876]

IoannisPerdiosΟ πρόωρα χαμένος σατιρικός ποιητής Ιωάννης Περδίος (1882-1930) παρ’ ότι σατίριζε με τους στίχους του προσωπικότητες και καταστάσεις της εποχής του, διέθετε ήπιο χαρακτήρα και φυσική ευγένεια που επέτρεπαν να είναι πάντοτε αγαπητός σε όλους. Από το 1911 και έως το θάνατό του εξέδιδε στη Λευκωσία την έμμετρη σατιρική εφημερίδα του Μαστίγιον, “Που δύο φορές τον μήνα κροταλίζει / και πότε πίπτει καυστικόν και πότε γαργαλίζει”, όπως έγραφε Όταν πέθανε τον έκλαψε όλη η Κύπρος.

Ο Περδίος τον Ιούνιο του 1918 ήλθε στη Λάρνακα, προσκεκλημένος του Δήμου της Πόλης, και πήρε μέρος ως μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμών που έγιναν κατά τη διάρκεια της γιορτής του “Κατακλυσμού”. Μετά την επιστροφή του στη Λευκωσία δημοσίεψε στην εφημερίδα του το ακόλουθο στιχούργημα με χαριτωμένες εντυπώσεις και πληροφορίες για τη γιορτή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του για τη χρήση του κυπριακού ιδιώματος στη λαϊκή μας ποίηση.

Εις τη Σκάλα μάς επήραν για Κριτάς

Για να κρίνουμε τους ντόπιους Ποιητάς!

Χάρις στον Κυριαζή

Και τον Νίκο τον αγά μου

Πήγα με κριτάς μαζί

Σαν εκάθουμουν στ’ αυγά μου!

*

Με σηκώσαν απ’ εδώ

Και στη Λάρνακα με πήραν

Για ν’ ακούσω και να δω

Των Κυπρίων μας την λύραν!

*

Και στου Ζήνωνος την γη

Με τον Νίκο μου πηγαίνω

Και στο πόντε μ’ οδηγεί

Κι ενθουσιασμένος μένω!

*

Λευκοφόρες πετακτές

Εις το πόντε των ψαρεύαν

Με στολές τόσο λεπτές

Που κι αράχνες τες ζηλεύαν!

*

Κι είδαμε και μερικές

Που ξεκάλτσωτες διαβαίναν

Και γαμπίτσες δυο λευκές

Με μαγνήτισαν κι εμέναν!

*

Κι οι καλοί μας χωρικοί

Καθώς έμπαιναν στες βάρκες

Έχασκαν εκστατικοί

Που γυμνές θωρούσαν σάρκες!

*

Την βραδιάν παντού σβηστοί

Μέναν γλόμποι φωτοβόλοι

Κι όμως κάπου ―σαπριστί―

Εφεγγοβολούσαν όλοι!

*

Με τραγούδια και χορούς

Και κοσμοπλημμύραν τόση

Είδα τους παλιούς καιρούς

Πίσω πάλι να στραφώσι!

*

Μα κι εκλογικά πολλά

Ψουψουρούσαν κάθε βράδυ

Και κεφάλια με μυαλά

Στη φωτιάν εχύναν λάδι!

*

Λοιπόν κάθε μια βραδιά

Με σωστή κοσμοπλημμύρα

Πήγαινα κι εγώ, παιδιά,

Για ν’ ακούσω ντόπια λύρα!

*

Κι αοιδούς μας λαϊκούς

Ήκουα που κελαδούσαν

Κι εμαγεύεσο ν’ ακούς

Την αγροτικήν των Μούσαν!

*

Με μια γλώσσα ζωντανή

Σαν κι εκείνην του Βασίλη

Είχαν μέλι στην φωνή

Μα και ζάχαρη στα χείλη!

*

Τους ευρήκα δυνατούς

Σαν στην γλώσσα των τσιαττίζαν

Μα τους εύρισκα φρικτούς

Όταν ελληνικουρίζαν!

*

Σαχλοί μου ’χανε φανεί

Μ’ αρλεκίνων πατσαβούρες

Που τη γλώσσα την αγνή

Νόθευαν μ’ ελληνικούρες!

*

Κι εβροντούσα δυνατά

Με της Μούσης την μπουμπάρδα:

Με φτιασίδια σαν κι αυτά

Γλώσσαν κάμνετε μπαστάρδα!

*

Μα με γλώσσαν αμιγή

Μ’ εγοήτευσαν εκείνοι

Κι είπα: στην δική μας γη

Νέοι θα νας βγουν Στασίνοι!

[Σημειώσεις : Ο γιατρός και δημοτικός σύμβουλος Νεοκλής Γ. Κυριαζής υπήρξε ο εισηγητής των ανανεωμένων, από το 1918, εκδηλώσεων του Κατακλυσμού στη Λάρνακα. / πόντε = η μεγάλη αποβάθρα της Λάρνακας / σαπριστί = Μα το Θεό! (από παραφθορά αντίστοιχης γαλλικής έκφρασης)].

[Για τον γιατρό και ποιητή Θρασύβουλο Ρώπα (1841-1890), συγγραφέα του πρώτου βιβλίου που τυπωθηκε στη Κύπρο και προσωπικότητα γνωστή για τις εκκεντρικότητές της, έγινε αναφορά και στην ανάρτηση αρ . 14. Άντάξιο του ιδιότυπου χαρακτήρα του ήταν και το τέλος του: αυτοκτόνησε με επιδεικτικό τρόπο, δίνοντας την ευκαιρία στη δημοσιογραφία της εποχής να καλύψει με κάθε λεπτομέρεια τις τελευταίες του ώρες!

RopasΣε φύλλο της εφημερίδας Ένωσις, του φίλου του Χριστόδουλου Κουππά, τον Φεβρουάριο 1890 δημοσιεύονται με σχεδόν “κινηματογραφική” ακρίβεια οι λεπτομέρειες αυτής της εντυπωσιακής αυτοκτονίας, η οποία συντάραξε τη μικρή κοινωνία της πόλης. Ο Ρώπας φαίνεται υπέφερε και από κάποιο δερματικό νόσημα και όπως σημειώνεται στην εφημερίδα, είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και προηγουμένως. Όμως αυτή τη φορά πέτυχε το σκοπό του κάτω από το “άπλετο φως δημοσιότητας” της εποχής].

“Από τινος εφαίνετο πάλιν κυριευθύς υπό της συνήθους μελαγχολίας και καταληφθείς υπό της βδελυκτής μανίας τού να καταστρέψη τον βίον λαμβάνων δηλητήρια φάρμακα προς ά ακαταμάχητον είχε κλίσιν, άμα ως εκυριεύετο υπό της μανίας της αυτοχειρίας. Από τινος λοιπόν ήρξατο πάλιν να επιθυμή να καταστρέψη την ζωήν του, απόπειραι δε προς τούτο εματαιώθησαν υπό των οικείων λαβόντων πάντα τα μέτρα και οίκοι και εν τοις φαρμακείοις, και κωλύσαντες πάσαν προέλευσιν δηλητηριωδών φαρμάκων. Ο μακαρίτης ανυπομόνως και αντί πάσης θυσίας εζήτει να προμηθευθή τοιαύτα, προθύμως δε έδωκε παραγγελίαν αυτών προς τινα συμπολίτην του μεταβαίνοντα δι’ υποθέσεις του εις Βηρυτόν· η κακόβουλος όμως αύτη εντολή δεν εξετελέσθη, και ο ιατρός εδυσανασχέτει επί τη αποτυχία του φονικού σκοπού του, διό απεφάσισε ν’ αλλάξη τρόπον και να μεταχειρισθή έτερα μέσα, ίνα δυνηθή να φθάση εις το ποθούμενον αποτέλεσμα. Εικάζεται ότι τας μικράς δόσεις του φαρμακου άς ακωλύτως πλέον επρομηθεύετο παρά των φαρμακείων, και των οποίων οι συγγενείς του επέτρεπον την χρήσιν προς ανακούφισιν του νοσήματός του, ο μακαρίτης επιμελώς εφύλαττε και απεταμίευεν, ίνα άπαξ δια παντός μεταχειρισθή αυτάς και επισύρη τον θάνατον όν ανυπομόνως επεθύμει.

Δυστυχώς θα συνεπληρώθη η απαιτουμένη προς καταστροφήν ποσότης του φαρμάκου, ήν ελήψατο τη παρελθούση Κυριακή περί ώραν τρίτην μ.μ. Έπιε το ιατρικόν και ωσεί εκπληρώσας επιβαλλόμενον αυτώ καθήκον από πολλού μελετώμενον αλλά μη κατορθούμενον, ως άνθρωπος έχων την συνείδησίν του ήρεμον, μετέβη εις το καφενείον ίνα παίξη τα προσφιλή αυτώ χαρτία. Εκεί είτε ίσως διότι εξησφάλισε το απαίσιον έργον του, είτε διότι επήλθεν η μεταμέλεια, εφώνησεν ιδία τον γαμβρόν του και τω ανεκοίνωσε την ένοχον πράξιν του· ο δυστυχής κ. Πρέντζας εφρικίασεν επί τω ακούσματι και ηθέλησε να ανακοινώση το γεγονός προστρέχων εις ιατρούς και χρώμενος τα σωτήρια μέσα, αλλ’ ο μακαρίτης, “στήθι”, τω λέγει επιτακτικώς· “εις μάτην θα επικαλεσθής βοήθειαν, διότι ουδεμίαν συνδρομήν προτίθεμαι να δεχθώ”, εξηκολούθησε δε τον δρόμον του, προς την συνοικίαν Αγίου Λαζάρου, επιθυμών ίνα δια του περιπάτου επισπεύση την ολεθρίαν του φαρμάκου ενέργειαν. Ο ατυχής γαμβρός του εν αμηχανία μεγίστη ηκολούθησεν αυτόν εκλιπαρών και παροτρύνων ίνα δεχθή να καλέση ιατρούς προς σωτηρίαν του, εκείνος δ’ ηρνείτο μέχρις ότου αφίκοντο εν τη οικία· εκεί άμα ως έμαθον οι συγγενείς του την δυσάρεστον είδησιν ήρξαντο ανησυχούντες και προτρέποντες τον ιατρόν να δεχθή πάσαν δυνατήν συνδρομήν, αλλ’ ούτος επέμενε πεισματωδώς, λέγων ότι ενόσω ευρίσκεται εις τας αισθήσεις του ουδένα θέλει δεχθή ιατρόν, αλλ’ ούτε λάβη ιατρικόν τι, εξέφραζε δε συγχρόνως την απορίαν του και ανυπομόνει δια την βραδύτητα της δηλητηριώδους ενεργείας.

Επήλθεν η νυξ και μετ’ ευχαριστήσεως ανήγγειλε τοις οικείοις του ότι ήρξατο αισθανόμενος νυγμούς, οίτινες βαθμηδόν μετετράπησαν εις ενδομύχους αλγηδόνας και τότε κατεκλίθη· περί την 11ην εσπερινήν ο ατυχής Θ. Ρώπας ήν όλως αναίσθητος συστρεφόμενος εν τη κλινη του.

Τότε προσήλθον οι ιατροί της πόλεως, μεταχειρισθέντες επί του αγωνιώντος πάν μέσον σωτηρίας, αλλά φευ! Ήτο πλέον αργά, εβασανίζετο ο δύστηνος μέχρι της 10ης εωθινής ώρας, ότε πλέον παρέδωκε το πνεύμα, του επαράτου δηλητηρίου επιτελέσαντος την  καταστροφήν.

Τοιούτο τέλος έσχεν ο καλός Θ. Ρώπας, γενόμενος θύμα της επιμονής και της αδυναμίας του συγχρόνως”.

TheocharidesSkinai

Για τον συγγραφέα Θεμιστοκλή Θεοχαρίδη (1830-1886) έχουν γίνει κι άλλες αναφορές σ’ αυτό το ιστολόγιο:

Βλ. στις αναρτήσεις αρ. 20, σατιρικό στιχούργημά του για τον Θεόδουλο Φ. Κωνσταντινίδη· αρ. 75, βιογραφικά στοιχεία και φωτογραφία του· αρ. 92., δύο ποιήματά του που απαγγέλθηκαν κατά την επίσκεψη, στη Λάρνακα, του ελληνικού πολεμικού πλοίου “Ναύαρχος Μιαούλης” το 1884.

Εδώ ας προστεθούν ακόμα δύο δείγματα της δημιουργικής παρουσίας του στην πόλη: το εξώφυλλο του πεζογραφήματός του Δύο σκηναί της Κυπριακής Ιστορίας (Λάρνακα 1884), ―του πρώτου πεζογραφήματος που τυπώνεται σε κυπριακό τυπογραφείο― και χειρόγραφο ποιήματός του (από ιδιωτικό αρχείο).

TheocharidesPoem

Επίγραμμα

Εις τάφον πολυδάκρυτον είδα ποτ’ εγλυμμένην

εις μαρμαρίνην λάγινον την λύπην εσκυμμένην

να την πληροί δακρύων.

Της λύπης ειν’ η λάγινος αυτό μου το βιβλίον

το τα πικρά μου δάκρυα δεχόμενον ομοίως

ω! δέξου το τεκμήριον αγάπης εγκαρδίως.

Να με πονής μη παύσης,

αλλά ποτέ δεν απαιτώ ως έκλαυσα να κλαύσης.

TserkezisΟ Σάββας Τσερκεζής (1875-1963), ένας συναρπαστικός λαϊκός “απομνημονευματογράφος” από τον Μαζωτό της επαρχίας Λάρνακας, με μοναδικό τρόπο αφηγείται την πλούσια σε εμπειρίες ζωή του (βασανιστική εργασία σε κέντρα της ελληνικής διασποράς ―Σμύρνη, Αλεξάνδρεια, Βηρυτό, Ιόππη―, συμμετοχή στους ελληνικούς πολέμους του 1897 και 1912-1913 όπου και τραυματίστηκε, και μετανάστευση στις Ηνωμένες Πολιτείες). Η αφήγησή του καλύπτει την περίοδο 1880-1924 και αποτελεί δραματική μαρτυρία σημαντικών στιγμών της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο: Σάββας Τσερκεζής, “Ημερολόγιον του βίου μου, αρχόμενον από του 1886”, β΄έκδοση. Επιμ. Φ. Σταυρίδης. Λευκωσία: Πολιτιστικό Κέντρο Ομίλου Λαϊκής, 2007). Φωτογραφίες: Ο Σ. Τσερκεζής στη Σμύρνη (γυρω στα 1905) και «Περίθαλψη τραυματιών του πολέμου 1912-1913 (σχέδιο εποχής).

Όταν αφίχθην εις Λάρνακα, εξήλθον με τα στρατιωτικά. Τας αποσκευάς μου μετέφερεν είς αχθοφόρος εις το ξενοδοχείον, εγώ δε στηριζόμενος εις τας βακτηρίας μου εβάδιζον βραδέως με τον πάσχοντα πόδα αιωρούμενον και διηυθυνόμην προς την πλατείαν Aγίου Λαζάρου, μέρος εις ό εσύχναζον οι εγχώριοί μου κατερχόμενοι εις την πόλιν. Όθεν διηρχόμην, όλοι σχεδόν ηγείροντο και με παρετήρουν. Εις την πλατείαν Aγίου Λαζάρου συνήντησα εγχωρίους μου, οίτινες έφερον αυθημερόν την είδησιν εις την αδελφήν μου και εις τους λοιπούς συγγενείς. Την επομένην, περί την 10ην πρωινήν, δι’ αμάξης αφίχθην και εγώ εις το χωρίον μου. Έξωθεν του χωρίου όλοι οι κάτοικοι συν γυναιξί και τέκνοις εξήλθον εις προϋπάντησίν μου.

Oυδέποτε θα λησμονήσω την υποδοχήν εκείνην, η χαρά των αγαθών χωρικών ήτο εζωγραφισμένη εις όλων τα πρόσωπα. Ήτο όντως βασιλική υποδοχή, ήτο εν μικρογραφία ομοία εκείνης όπου έγινεν εις Aθήνας εις τον Bασιλέα Kωνσταντίνον.

TserkezisTravmatiesΟ κώδων της εκκλησίας του χωρίου ήχει καλών τους πάντας προς συγκέντρωσιν. Ο διδάσκαλος Κωνστ. Συμεών, μετά των μαθητών του σχολείου, φέρων στέφανον με διάφορα άνθη διά της αριστεράς χειρός, διά δε της δεξιάς έκαμε χειρονομίαν εις τον αμαξάν να σταματήσει. Είς ευσταλής νέος κρατών την ελληνικήν σημαίαν επλησίασεν την θύραν της αμάξης όπως με βοηθήσει να κατέλθω, μία ομοβροντία εχαιρέτισε την εξ αμάξης έξοδόν μου, μία δωδεκαέτις κόρη μού προσέφερεν μικράν ανθοδέσμην (ήν ησπάσθην εις το μέτωπον). Ο διδάσκαλος μού εξεφώνησεν ενθουσιαστικόν λόγον και μου προσέφερε τον στέφανον.

Ήρχισαν τότε οι ασπασμοί. Πρώτη με εφίλησεν η αδελφή μου. Η συγκίνησίς μου ήτο τοιαύτη, ώστε δεν ηδυνάμην να ομιλήσω. Κατόπιν, προηγουμένου του διδασκάλου, οδηγήθημεν όλοι εις την εκκλησίαν όπου εψάλη δοξολογία. Έξωθεν της εκκλησίας οι συγκεντρωθέντες έψαλον τον Eθνικόν ύμνον, εκεί εζήτησα όπως μοι δείξωσιν τον τάφον του προ έξι μηνών αποβιώσαντος πατρός. Εκεί προσηυχήθην ολίγα λεπτά και κατόπιν διηυθύνθην εις τον οίκον της αδελφής μου ένθα έγινεν η δεξίωσις.

Tέσσαρας ολοκλήρους μήνας διέμεινα εις Kύπρον. Όταν επέστρεψα εις Aθήνας παρησιάσθην εις την ανωτάτην υγειονομικήν επιτροπήν, μου εδόθη τετράμηνος σύνταξις εκ τριάκοντα δραχμών μηνιαίως, παρήτησα την μίαν βακτηρίαν και βοηθούμενος υπό της ράβδου μου εβάδιζον χωλαίνων ολίγον.

Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031