You are currently browsing the category archive for the ‘Ποίηση’ category.

[Το καλοκαίρι του 1890 ο δικηγόρος Νικόλαος Α. Ρώσσος (1839-1920), δήμαρχος Λάρνακας (1884-1908) άρχισε εργασίες ανακαίνισης του σπιτιού του στη Σκάλα, την ιδιοκτησία του οποίου μοιραζόταν με τον αδελφό του. Κατά τις εργασίες έγιναν και άλλες επεμβάσεις στην περιοχή. Τούτο έδωσε την ευκαιρία στον δημοσιογράφο Χριστόδουλο Κουππά (1845-1918), εκδότη της εφημερίδας Ένωσις (1885-1918), να δημοσιέψει στο σατιρικό παράρτημα Χωρκάτης, της εφημερίδας του, σχετική σατιρική στιχομυθία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η πρότασή του, ότι καλύτερα θα ήταν να ευθυγραμμιζόταν ο δρόμος από την οικία Αλίμονάκη έως την τούρκικη Αγορά ώστε να υπάρχει ανεμπόδιστη θέα από τα γραφεία της Anglo-Egyptiian έως την Αγορά· μία πρόταση την οποία οποία, περιαυτολογώντας ο Κουππάς, χαρακτηρίζει ότι δεν έγινε ούτε από τους καλύτερους μηχανικούς. (Στη φωτογραφία: Ν. Α. Ρώσσος. Για τον Χριστόδουλο Κουππά, βλ. και ανάρτηση αρ. 126].

Αντζουλής:

Είντα ’ν που σάζουσιν, ολάν,

πάλε μέσα στην Σκάλαν,

είντα ’κοψεν η τζεφαλή

τι σκέδια εβκάλαν;

Ξέρεις πως αρκινήσασιν

να σάζουσιν την πόλιν,

τζι εν να την τζινουρκώσουσιν

όπως θέλουσιν όλοι;

Χωρκάτης:

Στραβάραν μες στα μμάδκια σου

εν να την τζινουρκώσουν,

ούτε τους δρόμους εν να δεις

ποτέ σου να τους στρώσουν.

Ο Δήμαρχός μας, μάνα μου,

ούλην την προσοχήν του

έβαλεν για το σπίτιν του

που δκια τζαι την ζωήν του.

Ούλους τους δρόμους έκοψεν

τριγύρω του σπιδκιού του,

ούλον δικόν του ’εν ενί

μισόν του α[δ]ερφού του.

Σεβτάς του έπεσεν πολύς

για να κάμει παλάτι,

έτσι του εκατέβηκεν

τζαι το ’ριψεν στ’ αμμάτι.

Που αν κατα[γ]υρέψουσιν,

ετζείνο ’κόμα θέλει,

κανέναν όμως ’εν κόφτει

ούτε κανέναν μέλλει.

Ά[δ]ε ωραία έρκεται

να πιάσουσιν λιβέριν,

φκιάρκα τζαι τσάππες, μάρτελλους,

πολλοί χτίστες στο σιέριν,

τζαι ν’ αρκινήσουν χάλασμαν

’που του Αλιμονάκη,

τζαι ράμμαν να τραβήσουσιν

μέσα στο παζαράκι.

Τότε να δείτε ομορκιάν

πον’ να ’σει το παζάρι,

να στέκουν ούλοι να θωρούν

τζαι να κάμνουν καμάριν.

Που την Αγγλο-Εζύψιαν

να στέκεται κανένας

τζαι ώς το Τουρκοπάζαρον

να βλέπει έναν-έναν.

Ιδού σχέδιον, φίλε μου

Δήμαρχε, που την Σκάλαν,

που ιντζενιέρηδες καλοί

ποτέ τους ’εν εβκάλαν.

Όι θέλεις το σπίτι σου

που βρίσκεται στην μέσην

να το κάμεις ανάχτορον

ούλοι γι’ αυτό να λέσιν.

Άφησ’ το σπίτι νακκουρίν

τζαι ρέξε που τους δρόμους,

να δεις βουνάρκα χώματα

να νώσεις τζαι τους βρόμους.

IoannisPerdiosΟ πρόωρα χαμένος σατιρικός ποιητής Ιωάννης Περδίος (1882-1930) παρ’ ότι σατίριζε με τους στίχους του προσωπικότητες και καταστάσεις της εποχής του, διέθετε ήπιο χαρακτήρα και φυσική ευγένεια που επέτρεπαν να είναι πάντοτε αγαπητός σε όλους. Από το 1911 και έως το θάνατό του εξέδιδε στη Λευκωσία την έμμετρη σατιρική εφημερίδα του Μαστίγιον, “Που δύο φορές τον μήνα κροταλίζει / και πότε πίπτει καυστικόν και πότε γαργαλίζει”, όπως έγραφε Όταν πέθανε τον έκλαψε όλη η Κύπρος.

Ο Περδίος τον Ιούνιο του 1918 ήλθε στη Λάρνακα, προσκεκλημένος του Δήμου της Πόλης, και πήρε μέρος ως μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμών που έγιναν κατά τη διάρκεια της γιορτής του “Κατακλυσμού”. Μετά την επιστροφή του στη Λευκωσία δημοσίεψε στην εφημερίδα του το ακόλουθο στιχούργημα με χαριτωμένες εντυπώσεις και πληροφορίες για τη γιορτή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του για τη χρήση του κυπριακού ιδιώματος στη λαϊκή μας ποίηση.

Εις τη Σκάλα μάς επήραν για Κριτάς

Για να κρίνουμε τους ντόπιους Ποιητάς!

Χάρις στον Κυριαζή

Και τον Νίκο τον αγά μου

Πήγα με κριτάς μαζί

Σαν εκάθουμουν στ’ αυγά μου!

*

Με σηκώσαν απ’ εδώ

Και στη Λάρνακα με πήραν

Για ν’ ακούσω και να δω

Των Κυπρίων μας την λύραν!

*

Και στου Ζήνωνος την γη

Με τον Νίκο μου πηγαίνω

Και στο πόντε μ’ οδηγεί

Κι ενθουσιασμένος μένω!

*

Λευκοφόρες πετακτές

Εις το πόντε των ψαρεύαν

Με στολές τόσο λεπτές

Που κι αράχνες τες ζηλεύαν!

*

Κι είδαμε και μερικές

Που ξεκάλτσωτες διαβαίναν

Και γαμπίτσες δυο λευκές

Με μαγνήτισαν κι εμέναν!

*

Κι οι καλοί μας χωρικοί

Καθώς έμπαιναν στες βάρκες

Έχασκαν εκστατικοί

Που γυμνές θωρούσαν σάρκες!

*

Την βραδιάν παντού σβηστοί

Μέναν γλόμποι φωτοβόλοι

Κι όμως κάπου ―σαπριστί―

Εφεγγοβολούσαν όλοι!

*

Με τραγούδια και χορούς

Και κοσμοπλημμύραν τόση

Είδα τους παλιούς καιρούς

Πίσω πάλι να στραφώσι!

*

Μα κι εκλογικά πολλά

Ψουψουρούσαν κάθε βράδυ

Και κεφάλια με μυαλά

Στη φωτιάν εχύναν λάδι!

*

Λοιπόν κάθε μια βραδιά

Με σωστή κοσμοπλημμύρα

Πήγαινα κι εγώ, παιδιά,

Για ν’ ακούσω ντόπια λύρα!

*

Κι αοιδούς μας λαϊκούς

Ήκουα που κελαδούσαν

Κι εμαγεύεσο ν’ ακούς

Την αγροτικήν των Μούσαν!

*

Με μια γλώσσα ζωντανή

Σαν κι εκείνην του Βασίλη

Είχαν μέλι στην φωνή

Μα και ζάχαρη στα χείλη!

*

Τους ευρήκα δυνατούς

Σαν στην γλώσσα των τσιαττίζαν

Μα τους εύρισκα φρικτούς

Όταν ελληνικουρίζαν!

*

Σαχλοί μου ’χανε φανεί

Μ’ αρλεκίνων πατσαβούρες

Που τη γλώσσα την αγνή

Νόθευαν μ’ ελληνικούρες!

*

Κι εβροντούσα δυνατά

Με της Μούσης την μπουμπάρδα:

Με φτιασίδια σαν κι αυτά

Γλώσσαν κάμνετε μπαστάρδα!

*

Μα με γλώσσαν αμιγή

Μ’ εγοήτευσαν εκείνοι

Κι είπα: στην δική μας γη

Νέοι θα νας βγουν Στασίνοι!

[Σημειώσεις : Ο γιατρός και δημοτικός σύμβουλος Νεοκλής Γ. Κυριαζής υπήρξε ο εισηγητής των ανανεωμένων, από το 1918, εκδηλώσεων του Κατακλυσμού στη Λάρνακα. / πόντε = η μεγάλη αποβάθρα της Λάρνακας / σαπριστί = Μα το Θεό! (από παραφθορά αντίστοιχης γαλλικής έκφρασης)].

Το 1853 δύο θάνατοι νεαρών κοριτσιών στη Λάρνακα έδωσαν την ευκαιρία να δημοσιευθούν ανωνύμως “επιτύμβιοι” στίχοι στο γνωστό αθηναϊκό περιοδικό της εποχής Η Ευτέρπη. Το πρώτο δημοσίευμα, με τίτλο “Ελεγείον εις τον θάνατον της Ελένης Χάβα, αποθανούσης εν Λάρνακι Κύπρου, κατά το 19 έτος της ηλικίας της” δημοσιεύτηκε στο τεύχος της 15ης Απριλίου, και το δεύτερο, για ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, με τίτλο “Επιτύμβιον εις την μακαρίτιδα Βιργινίαν Δεάπ”, οκτώ μήνες αργότερα, στο τεύχος της 15 Δεκεμβρίου.

Και τα δύο ποιήματα δείχνουν καλό ποιητή, και αν πρόκειται για Λαρνακέα, ασφαλώς δεν θα είναι πολλοί που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την πατρότητά τους. Ανάμεσα στους πρώτους πιθανούς υποψηφίους δικαιωματικά θα διεκδικούσε θέση και ο εικοσιτριάχρονος, τότε, συμπολίτης μας Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης.

Hava1Hava2

Deap1Deap2

[Με το ψευδώνυμο “Αν. Ούσιος” δημοσίευε σατιρικούς στίχους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μερικά χρόνια αργότερα, ο σκαλιώτης συγγραφέας Χρήστος Κάρμιος (1913-1999)].

KarmiosChr

Και είπε ο Θεός: “Ας χωρισθούν τα ύδατα”.

Και είπε ο Θεός: “Ας γίνει και η σφαίρα”.

Μα κάποιος του εσφύριξε κρυφά στ’ αυτί “βλαστήματα

πρέπει κάτι ανώτερο να κάνεις ω πατέρα!”

*

Και ο Θεός που τ’ άκουσε σκαρώνει τα τετράποδα

και απ’ αυτά για δίποδα, αφήνει πέντε-δέκα

κι αφού του βγήκε η πίστη του και μάλιστα ανάποδα

στο τέλος τα κατάφερε να κάμει τη γυναίκα.

*

Μα ο Έρως, που εθύμωσε γιατί παραγνωρίστηκε,

γιατί τάχα δεν του όρισαν κι αυτού ένα παλάτι

να εξασκεί το επάγγελμα, φουρκίσθηκε, οργίσθηκε

και δυνατά εφώναξε: “Πρέπει να γίνει κάτι”.

*

Και λέει ο Θεός: “Ας γίνει αυτού το θέλημα.

Μα επειδή, ως πάνσοφος, για όλα εγώ φροντίζω,

πρέπει και για τα θύματα να ’χω εν’ άλλο μέλημα.

Γι’ αυτό, Ημείς Πανάγαθος, τοιάδε λέω κι ορίζω:

*

Στη Σκάλα με τες όμορφες κοπέλλες και τα κτήρια,

οι Φοινικούδες οι κλεινές να ’ν’ έρωτα Σχολείο,

και τα φτωχά τα θύματα να παίρνουν εισιτήρια

για θεραπεία δωρεάν εις το …Φρενοκομείο!

kouppas1

Ο Χριστόδουλος Κουππάς (1845-1918), εκδότης της σκαλιώτικης εφημερίδας Ένωσις, ο οποίος έγραφε και σατιρική ποίηση, διαβάζει τον Μάρτιο του 1901 έμμετρο στιχούργημά του κατά τα εγκαίνα του Νέου Θεάτρου “Απόλλων” του Ξενοφώντος Αντωνιάδου.

Ο χώρος, ο οποίος είχε ανακαινιστεί και επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί ως θέατρο, φαίνεται ότι παλαιότερα ήταν σταύλος και για τον λόγο αυτό ο Κουππάς βρήκε την ευκαιρία να σατιρίσει το γεγονός με σχετικούς στίχους.

[Η φωτογραφία του Χρ. Κουππά παραχωρήθηκε από τον Λούη Περεντό].

kouppas2 [Η πρώτη σελίδα του χειρογράφου]


Με λίγα λόγια θα σας πω περί τούτου του τόπου,

δεν θα κουράσω δε υμάς δια μεγάλου κόπου.

Έχομεν την παράστασιν που θα γινεί απόψε,

και δεν θέλω να μου ειπεί κανείς τον λόγον κόψε.

Αλλά αφού εγκαίνια όλοι εδώ τελούμεν,

θέλω να είπω κάτι τι ολίγον να γελούμεν.

Μουσόληπτον το θεωρώ εδώ τούτο το μέρος,

και δύο λόγια θα ειπώ, γι’ αυτό κι εγώ εγκαίρως.

Εδώ σωστά που στέκομαι, ήτο άλλοτε βήμα

όπου τρανοί Καθηγηταί είπασιν κάθε ρήμα.

Επίσης και Πολιτικοί, Πρόξενοι ωμιλήσαν,

οι τοίχοι εδώ, τα μάρμαρα ν’ ακούουν συνηθίσαν.

Δασκάλοι και δασκάλισσες είπαν απείρους λόγους

ο κάθε ένας με σειράν κατά τους καταλόγους.

Όπως εξήγησα λοιπόν, αυτό εδώ το μέρος,

πάντα είναι μουσόληπτον χειμώνα και το θέρος.

Αλλ’ ας αφήσωμεν τωρά, όπου ανακαινίσθη,

κι ας έλθωμεν εις εποχήν προτέραν που εκτίσθη.

Σταύλος πολλών κτηνών ήτο, μούλων τε και γαδάρων,

στες πάχνες των κατά σειράν φοράδων και αππάρων.

Εδώ λοιπόν ηκούετο κάθε φωνή και φθόγγος,

φοράδων ο σσισσινισμός και των γαδάρων όγκος.

Με πάσον που συνώδευεν, αρμονικώς, ευθέτως,

εκείνο που γνωρίζετε… που βγαίνει αντιθέτως.

Με κόντρα-πάσο εγίνετο τέχνην και ποικιλίαν,

των τετραπόδων μουσικήν, μεγάλην συναυλίαν.

Τώρα ημείς τα δίποδα ζώα, σ’ αυτόν τον τόπον,

τα άλλα διεδέχθημεν, χωρίς μεγάλον κόπον.

Να τ’ αντικαταστήσωμεν στην μουσικήν επάνω,

με την κιθάραν, το βιολί, κι ακόμη με πιάνο.

Η μεταξύ μας διαφορά είναι ολίγη, φίλοι!

μόνον ολίγη εις τ’ αυτία και κάπως εις τα χείλη.

Εκείνα έχουν τέσσερα πόδια, καλά στημένα,

κι εμείς μόνον έχομεν δυο, κι εκείνα ’ποσταμένα.

Αυτή είναι η διαφορά, κι εις τα μυαλά κομμάτι,

και μολαταύτα εις πολλούς χρειάζεται αλάτι.

Πρώτος, σας βεβαιώ, εγώ έχω πολλήν ανάγκη,

Τούρκοι, Ρωμιοί χρειάζονται, ακόμη και οι Φράγκοι.

Πόσον είναι ζευζέκηδες κι εκείνοι δεν γνωρίζουν

πως τα μυαλά των πάντοτε σαν άνεμος βουΐζουν.

Αυτά εις τα εγκαίνια ηθέλησα να είπω,

προφορικώς ν’ ακούσετε, αλλ’ όχι κι εις τον Τύπο.

Ιδού λοιπόν τελείωσα, παύω και την φωνήν μου,

ουχί όμως γαδουρινήν, αλλά ανθρώπινήν μου.

Ας σιωπήσω, φθάνει με, μήπως κανείς νομίζει

ότι κανένας γάδαρος έμεινε κι αγκανίζει.

Να είσθε όλοι Σας καλά, εύχομαι εκ καρδίας,

τόσον στους άνδρας, στα παιδιά, όσον και στας κυρίας.

[Στις τρεις ενορίες της Λάρνακας κατά τα τέλη  του 19ου αιώνα κυκλοφορούσαν γραφικοί “τύποι” και συνέβαιναν αστεία περιστατικά τα οποία, σήμερα, με τις λίγες πληροφορίες που διασώθηκαν, δεν είναι πάντοτε εύκολο να γνωρίζουμε στις λεπτομέρειές τους. Ιδιαίτερα σε εποχές αντιπαραθέσεων, π.χ. δημαρχιακών εκλογών, οι διαφορές εκφράζονταν με θορυβώδεις εκδηλώσεις, όπως αυτές που ―ίσως― περιγράφονται στο ακόλουθο σατιρικό στιχούργημα, δημοσιευμένο στην εφημερίδα Ένωσις, τον Απρίλιο 1886. Ο συντάκτης του, Θεόδωρος Πιερίδης, δεν είναι γνωστός από άλλες “ποιητικές” δραστηριότητές του. // Γλωσσάριο: πέλα σέλα [‘π’ όλα σέ ‘λα] = από όλα σε όλα, από άκρο σε άκρο· τζιτζέκια[τσιτσέκια] = λουλούδια]   

  

               Συντάκτα της “Ενώσεως” παρακαλώ να ζήσεις

               τα κάτωθι στο φύλλον σου να τα καταχωρίσεις.

 

               Εκ των τριών ενοριών της Λάρνακος η μία

               παρουσιάζει προ πολλού άλλον πελλο-Ηλία·

               πελλάραν μεταδοτικήν λέγουσιν ότι έχει,

               πας πλησιάζων εις αυτόν κίνδυνον μέγαν τρέχει.

 

               Επαληθεύσασιν αυτά χθες κατά δυστυχίαν,

               και κρούσματα συνέβησαν μέσα στην ενορίαν.

               Τινές απατηθήκασι και τον επλησιάσαν

               και ως εκ θαύματος ευθύς ωσάν να ελυσσιάσαν.

 

               Τον άρπαξαν και έτρεχαν μέσα στην ενορίαν,

               Ζήτωωω! Κάτωωω! και φώναζαν χωρίς καμμιάν αιτίαν.

               Στιγμήν δεν εσιώπησαν, στιγμήν δεν ησυχάσαν,

               κοκκίνησαν τα μάτια των και όλοι εβραχνιάσαν.

 

               Αίφνης όστις τους έβλεπεν εις τούτο το σημείον,

               ενόμιζε πως βρίσκεται μες στο φρενοκομείον.

               Τώρα οι άνθρωποι αυτοί για να θεραπευθώσι,

               πρέπει σπουδαίως οι γιατροί όλοι να συσκεφθώσι.

               Συστήνω τέλος στους λοιπούς σ’ αυτήν την ενορίαν

               να μην έχουν εις το εξής μ’ αυτόν συγκοινωνίαν.

 

               Κι εις άλλον που επρότεινε στο κόμμα που ανήκει,

               εάν κανείς από αυτούς καμμίαν έχει δίκην

               με τους εχθρούς του, δέχεται να την υπερασπίσει

               και πληρωμήν από αυτούς ποσώς να μη ζητήσει.

 

               Μήπως και παρατήρησιν κάμει γι’ αυτά που είπα,

               διότι μέσα στο νερόν θα κάμει μίαν τρύπα

               κι’ είτα, μπορεί να θυμωθώ να βάλω πέλα σέλα

               τζιτζέκια εις τα άλογα σαν τον πελλο-Παντέλα.

 

               Αφού συντάκτα έπαθες και πίστιν πια δεν δίδεις,

               βάλε και την υπογραφήν, Θεόδωρος Πιερίδης.

Η τυπογραφία ήλθε στην Κύπρο ταυτόχρονα με την άφιξη των Άγγλων και το πρώτο τυπογραφείο λειτούργησε από τον Θεόδουλο Φ. Κωνσταντινίδη, στη Λάρνακα, από το τέλος του Αυγούστου 1878. Εκτός από την εφημερίδα του Κωνσταντινίδη, τη δίγλωσση Κύπρος/Cyprus πολύ λίγα δείγματα της πρώιμης κυπριακής τυπογραφίας έχουν διασωθεί. Δύο από αυτά δίνονται πιο κάτω. Πρόκειται για μονόφυλλα του γιατρού Θρασύβουλου Ρώπα (1841-1890) με ποιήματά του που γράφτηκαν, αντίστοιχα, τον Ιανουάριο 1873 και τον Οκτώβριο 1876. Ο Θρασύβουλος Ρώπας ήταν και ο πρώτος που τύπωσε βιβλίο του στην Κύπρο [βλ. και ανάρτηση αρ. 14, “Το πρώτο βιβλίο στην Κύπρο”].

ropas1

ropas2

Ο γαλλικής καταγωγής ποιητής Γουσταύος Λαφφών γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1835 και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το 1906. Δεύτερη σύζυγός του ήταν η Ada Bargigli, από γνωστή παλιά οικογένεια της Λάρνακας.

Ο Λαφφών έγραψε στα ελληνικά και στο έργο του εκδηλώνεται η αγάπη του για την Κύπρο, την Ελλάδα και τον ελληνικό κόσμο.

laffonhymneΤο 1880 εξέδωσε σε γαλλική μετάφραση ολόκληρο τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού, ενώ τα Άπαντά του εκδόθηκαν το 1915 με επιμέλεια του Ριχάρδου Βαρζίλη, αδελφού της συζύγου του.

Για την Κύπρο είχε γράψει:

          Έχω πατρίδα το χρυσό

          της Κύπρου το νησί,

          που βγάζει κόρες όμορφες

          και νόστιμο κρασί

Ως επίγραμμα στον τάφο του είχε ζητήσει να γράψουν:

          Εδώ κοιμάται ο Λαφφών

          το γένος ήτο Γάλλος

          laffonapantaΠλην της Ελλάδος εραστής

          και θαυμαστής μεγάλος!

Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τον Λαφφών δημοσιεύτηκε το 1950 από τον πολιτευτή και εθνικό αγωνιστή Νικόλαο Κλ. Λανίτη (1872-1958) ο οποίος είχε γνωρίσει τον ποιητή.

“Εις την Λάρνακα εγεννήθη και ενεπνεύσθη ο ελληνογάλλος ποιητής Γουσταύος Λαφφών, αληθινός ελληνόπληκτος, του οποίου τα ελληνικά ποιήματα απήγγελλε και εδώ και εις τας Αθήνας η περασμένη γενεά. Ενθυμούμαι ποίον ενθουσιασμόν επροκάλεσεν ο Λαφφών μίαν βραδιάν από του βήματος του Παρνασσού. Όταν εγήρασε ενθυμήθη ο Λαφφών την Κύπρον και ήλθεν εδώ δια να ιδρύση… Γεωργικήν Τράπεζαν. Ένα βράδυ είχαμε συναθροισθή όλοι μας εις το σπίτι του Γεωργίου Ρωσσίδη, όχι δια την Γεωργικήν Τράπεζαν του Λαφφών, αλλά δια την ποίησιν. Η κυρία Θεοδώρα Ρωσσίδου, το γένος Ζήνωνος Πιερίδου, εγγονή του Δημητρίου, αληθινή αρχόντισσα της παλαιάς εποχής, επανέφερεν εις τον γηρασμένον ποιητήν πυκνάς τας αναμνήσεις της νεότητάς του εις την Λάρνακα. Η Γεωργική Τράπεζα ελησμονήθη αμέσως. Και ο Λαφφών ήρχισε να τραγουδή σε θαυμασίαν δημοτικήν γλώσσαν τες παλιές ομορφιές της γενεθλίου του πόλεως. Υψηλός και ωραίος γέρων, ενόμιζε κανείς ότι εφλέγετο από τας φλόγας της πρώτης του νεότητος. Είχαν περάσει πολύ τα μεσάνυχτα, όταν ο Λαφφών μας απήγγειλε το τελευταίον του ποίημα. Ενθυμούμαι ότι εις το ποίημα αφού εφέρετο νοσταλγικά εις το παρελθόν, έκλαιεν ότι ‘τώρα όπου έγινεν η θάλασσα γιαούρτι δεν είχε κουτάλι να φάγη’. Ενθουσιάσθη μέχρι δακρύων από τα χειροκροτήματά μας και ησθάνθη κάποιαν υπερηφάνειαν όταν του είπαμεν ότι και ο Γκαίτε 84 ετών έγραψε το ωραιότερον ερωτικόν του ποίημα”.

kouppasproposis1897

                                  Πρόποσις Χρ. Κουππά

                         κατά το γεύμα της 31 Δεκεμβρίου 1897

                                  εν τη Εμπορική Λέσχη

 

                    Ομογενείς! Σας χαιρετώ με πάλλουσαν καρδίαν,

                    Και απευθύνω προς Υμάς ευχήν θερμήν, μυχίαν

                    Όλοι να ζήσετ’ ευτυχείς, κι όσα επιποθείτε

                    Στο Νέον Έτος εύχομαι να τα αξιωθείτε.

 

                    Ήτο πικρόν το παρελθόν, ω αδελφοί, στο Έθνος

                    Τηρείται μέχρι σήμερον εις την καρδιάν το πένθος

                    Και η Πατρίς μέχρι του νου εκ των πληγών σφαδάζει

                    Των δε Ελλήνων η καρδιά εισέτι αιμοστάζει.

                    Ενθέρμως λοιπόν εύχομαι ταχέως ν’ ανακύψει,

                    Να δοξασθεί, την συμφοράν στ’ ανάθεμα να ρίψει.

                    Να αναλάμψει η χαρά στο γένος των Ελλήνων

                    Να επανέλθει η εύκλεια των χρόνων μας εκείνων.

                    Άρα, υπέρ του Έθνους μας την πρόποσιν προτείνω

                    Στην θέλησιν του Ποιητού την τύχην του αφήνω.

                    Το Έθνος μας προώρισται, ω αδελφοί, να ζήσει

                    Ούτω το θέλει ο Θεός, και θα ευδαιμονήσει.

 

[Εκφράζοντας τη μεγάλη απογοήτευση του κυπριακού λαού από την ήττα κατά τον πόλεμο του 1897, στον οποίο πολέμησαν ως εθελοντές και πολλοί κύπριοι, ο Χριστόδουλος Κουππάς, εκδότης και διευθυντής της σκαλιώτικης εφημερίδας Ένωσις, διαβάζει την έμμετρη πρόποσή του την τελευταία μέρα της ίδιας χρονιάς. Όπως είναι είναι αναμενόμενο σχεδόν αποκλειστικό αντικείμενο των ευχών του είναι η ανόρθωση του γένους. Η Εμπορική Λέσχη ήταν ένα από τα μακρόβια ιστορικά σωματεία της πόλης].

ropasTο πρώτο βιβλίο που εξεδόθη στην Kύπρο ήταν η ποιητική συλλογή Ποιηματια του δαιμόνιου Λαρνακέα γιατρού Θρασύβουλου Pώπα, το 1879, από το τυπογραφείο T. Mασκάλκη στη Λάρνακα. Eίναι ένα μικρό τομίδιο 18 σελίδων και θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε μεγάλο επίτευγμα αν λάβουμε υπόψιν τις τεχνικές δυσκολίες που υπήρχαν αυτά τα πρώτα χρόνια της τυπογραφίας στην Kύπρο.

O αυτοκτονία του Pώπα, τον Φεβρουάριο 1890, είχε συνταράξει τη μικρή κοινωνία της πόλης μας γιατί ο γιατρός Pώπας ήταν πολύ αγαπητός λόγω της φιλανθρωπίας του και του αστείου χαρακτήρα του. Eξέδωσε συνολικά δύο ποιητικές συλλογές, οι οποίες βέβαια μπορεί να μην παρουσιάζουν σήμερα μεγάλο φιλολογικό ενδιαφέρον, όμως ο παράξενος αυτός ασκληπιάδης κληροδότησε στην πόλη που τον γέννησε μια παροιμιακή έκφραση που ως μέχρι πρότινος διασωζόταν: Όταν οι σκαλιώτες συναντούσαν κάποιον που φερόταν τρελλά ή παράξενα έλεγαν: “Aυτός χρωστεί του Pώπα”. Mε τον τρόπο αυτό, ο εκκεντρικός γιατρός και ποιητής Θρασύβουλος Pώπας παρέμεινε στην ιστορική μνήμη της Λάρνακας.

Μαΐου 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031