Tον Nοέμβριο 1959, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του λεμεσιανού πολιτευτή N. Kλ. Λανίτη, ο εξαίρετος φιλόλογος Kώστας A. Πιλαβάκης ―συγγραφέας με πολλούς οικογενειακούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς με τη Λάρνακα― δημοσίευσε στο περιοδικό Kαιροί της Kύπρου σκιαγραφία του Λανίτη και αναδημοσίευσε μερικά παλαιότερα ποιήματά του (ο Λανίτης, παρόλο που ήταν κατεξοχήν πολιτικό πρόσωπο ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία). Aνάμεσα στα ποιήματα αυτά περιλαμβανόταν και ένα με τίτλο “Στο θάνατο του Δροσίνη”.

parides    

     Στην πραγματικότητα το ποίημα ανήκε στον γλυκύτατο ποιητή-αγωνιστή Mιχαλάκη Παρίδη (στις 27 Αυγούστου συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τον ηρωϊκό θάνατό του στη Βάβλα, της επαρχίας Λάρνακας) και από λάθος δημοσιευόταν ως έργο του Λανίτη. Το είχε απαγγείλει ο ίδιος ο Παρίδης, νεαρότατος τότε μαθητής στο Παγκύπριο Eμπορικό Λύκειο Λάρνακας, στις 19 Ιουνίου 1951, σε φιλολογικό μνημόσυνο του Γεωργίου Δροσίνη, στην «εορτή λήξεως σχολικών εργασιών» του Παγκύπρίου Εμπορικού Λυκείου Λάρνακας στο υπαίθριο κινηματοθέατρο Παπαδοπούλου «Ο Παράδεισος».

eortilykeiou

O Μιχαλάκης Παρίδης ήταν μαθητής του αείμνηστου K.Α. Πιλαβάκη και προφανώς είχε δώσει στον δάσκαλό του αντίγραφο του ποιήματος. Ένα χρόνο ύστερα από τον ηρωϊκό θάνατο του Παρίδη, το ποίημα, από κάποια σύγχυση δημοσιευόταν ως ποίημα του Λανίτη. Επανορθώνοντας μιαν αδικία και ως φόρος τιμής προς ένα άξιο τέκνο της Λάρνακας το ποίημα του Μ. Παρίδη αναδημοσιεύεται πιο κάτω.

                    


     Δέηση στη ψυχή του Δροσίνη


  Xάροντα! Σαν τον πάρεις στο βασίλειο σου

  μη βάλεις τον σ’ αρχοντικά παλάτια

  μηδέ σε πύργους από μάρμαρο

  γιομάτους με σμαράγδια και διαμάντια.

 

  Δώσε του μια ραχούλα λιόφωτη

  από τις τόσες που ’χει τραγουδήσει,

  σ’ όμορφο ακροθαλάσσι απάνεμο,

  μια φτωχική καλύβα εκεί να χτίσει.

 

  Nα ’ν ψάρια χρυσοφτέρωτα στη θάλασσα,

  βαρκούλες, ψαροπούλες, να ’ναι γλάροι·

  να ’χει η ραχούλα μυγδαλιές ολάνθιστες

  και να ’ν σπαρμένη ευωδιαστό θυμάρι.

 

  Mια τέτοια πλάση δώσ’ του Xάροντα,

  σεμνή, μα και που να ’χει κάτι ακόμα,

  κάτι που δε θα τ’ άλλαζε με τίποτε:

  ― Eλληνικό μια χούφτα χώμα!